από τον καπνό, τα ρόδα

Màu nền
Font chữ
Font size
Chiều cao dòng

από τον καπνό, τα ρόδα

Scrisă de: darkside_cookies

"Η αγάπη ξεκινάει ως συναίσθημα, αλλά συνεχίζεται από επιλογή. Και εγώ διαλέγω εσένα, κάθε μέρα όλο και περισσότερο. " - Justin Wetch

Αγνή μου,

Το καλοκαίρι μετά από την Πρώτη Λυκείου έπιασα δουλειά. Ένας φίλος της θείας μου είχε ψιλικατζίδικο δυο γειτονιές παρακάτω, ένα χωμένο, καταθλιπτικό, μαγαζάκι τεσσάρων τοίχων. Συνήθως καθόμουν πίσω από το ταμείο, μπροστά από έναν τοίχο καλυμμένο με τσιγάρα, προσπαθώντας να βρω τρόπους να περάσω την ώρα μου. Δεν μου επιτρεπόταν να χρησιμοποιώ το κινητό και πελάτες έρχονταν σπάνια. Τα χειρότερο, όμως, ήταν τα βλέμματα λύπησης που μου έριχνε ο κύριος Γιάννης. Τον έπιανα να με κοιτάει με την άκρη του ματιού του, όσο έφτιαχνε τα ράφια, αυτό το ελάχιστα θλιμμένο, κόκκινο στην άκρη βλέμμα που αποκτούσαν πολύ ενήλικες στην παρουσία μου. Αυτοί που γνώριζαν την κατάσταση τουλάχιστον. Δεν είχα αυταπάτες: δεν υπήρχε άλλος λόγος για να με προσλάβει πέρα από τα παρακάλια της θείας μου και αυτή τη βαριά αίσθηση ευθύνης και λύπησης που του δημιουργούσα.

Η μητέρα μου δεν ενθουσιάστηκε με την προοπτική, όχι όταν της το ανακοίνωσε η θεία μου πάνω από ένα φλιτζάνι καφέ. «Θα σταματήσεις το Σεπτέμβρη», είπε τελικά, με το στόμα της σουφρωμένο. «Προτεραιότητα είναι το σχολείο». Δεν σταμάτησα προφανώς. Η ψυχολόγος της είπε να με αφήσει να κάνω του κεφαλιού και, όσο και αν την εκνεύριζε, δεν μπορούσε να επιβληθεί μπροστά σε ένα τέτοιο επιχείρημα. Οπότε έκανα του κεφαλιού μου. Και δούλευα στο ψιλικατζίδικο. Θέλω να καταλάβεις πως το μισούσα. Το απεχθανόμουν. Μισούσα να ξυπνάω το πρωί, να κάθομαι πίσω από την ταμειακή μηχανή, να ακούω τον κύριο Γιάννη να ακροπατεί γύρω μου, λες και ήμουν εύθραυστο υλικό προς μεταφορά. Αλλά όσο και να το μισούσα ήταν καλύτερο από την εναλλακτική. Θεέ μου, ήταν τόσο καλύτερο από την εναλλακτική.

Δεν άντεχα να μένω σπίτι. Δεν άντεχα να βλέπω τη μητέρα μου. Δεν άντεχα να κάθομαι στο δωμάτιο μου, όσο τα βήματα της ηχούσαν σταθερά σε ένα μονότονο περπάτημα: πάνω-κάτω στο σαλόνι, πάνω-κάτω. Την έβλεπα να καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και ο καπνός μαζευόταν στο λαιμό μου, έμπαινε από τα ρουθούνια μου, με έπνιγε. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω σε εκείνο το σπίτι. Σε εκείνο το παγωμένο, άδειο σπίτι, που είχε μαζέψει κρυστάλλους σε κάθε γωνία και καπνό. Πέθαινα εκεί μέσα, κάθε μέρα, κάθε ώρα, με κάθε λέξη της, με κάθε βλέμμα της, με κάθε τρέμουλο της φωνής της, πέθαινα. Οπότε, έκανα το δειλό πράγμα. Έφευγα. Ξύπναγα το πρωί, μάζευα τα πράγματα μου και κλείδωνα την πόρτα πίσω μου. Ο αέρας της γειτονιάς είχε διαφορετικό άρωμα εκείνες τις μέρες. Σαν την πρώτη ρουφηξιά οξυγόνου όταν βγαίνεις από φλεγόμενο δωμάτιο.

Όταν δεν δούλευα στην ταμειακή μηχανή, ο κύριος Γιάννης με έστελνε για παραγγελίες. Πήγαινα τις σακούλες με τα ψώνια στην κυρία Μαρία και στην κυρία Ευτέρπη και στο Μιχάλη στην άλλη άκρη του δρόμου. Τους ήξερα αυτούς τους ανθρώπους, κάθε μέρα, δυο μπουκάλια γάλα για την κυρία Μαρία, μερικές φορές σοκολάτες για τα εγγόνια της. Μου έδινε κομμάτια πίτας σε αλουμινόχαρτο να τα πάω στον κύριο Γιάννη και «Να κρατήσεις και ένα για τον εαυτό σου, Δημήτρη μου, έχεις χάσει τόσα κιλά». Η κυρία Ευτέρπη από την άλλη είχε εκείνο το μόνιμα εκνευρισμένο ύφος. Νομίζω έφταιγε η μύτη της, είχε μια περίεργη κλίση και έμοιαζε συνεχώς απειλητική. Στην πόρτα του Μιχάλη ανέβαινα πάντα από τη ράμπα και χάιδευα τα δυο σκυλιά του. Μου χαμογελούσε πάντα, πιάναμε ψιλοκουβέντα, εκείνος με την αναπηρική του πολυθρόνα στην είσοδο και εγώ απέναντι του, με τα χέρια στις τσέπες.

Η αγαπημένη μου, ωστόσο, ήταν η κυρία Αγγελική. Ήταν ογδόντα εννιά χρονών τότε, τα χέρια της έτρεμαν και δυσκολευόταν να περπατήσει αλλά είχε μια καλοσύνη στα μάτια της που με έκανε να βουρκώνω. Ήξερε για τους γονείς μου, προφανώς. Όλοι ήξεραν. Όταν βγήκε το διαζύγιο ήμασταν το νέο της γειτονιάς. Αλλά δεν με κοίταξε ποτέ με λύπηση. Δεν σχολίασε ποτέ. Δεν την άκουσα ποτέ να κατηγορεί τους γονείς μου, να τους κακολογεί. Ποτέ. Αλλά την ήθελα να το κάνει, ήθελα τόσο πολύ να το κάνει. Επειδή την αγαπούσα την κυρία Αγγελική και τη θαύμαζα. Και μου ήταν αδιανόητο πως ένας άνθρωπος που είχε καταφέρει τόσο πολλά στη ζωή του δεν είχε σκεφτεί ούτε στιγμή να σχολιάσει όλα όσα πήγαιναν στραβά στη δική μου. Είχε γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο: την Ευρώπη, την Αμερική, την Ασία και μου έλεγε συχνά ιστορίες από τα ταξίδια της, από τα μέρη που φωτογράφησε, από τους ανθρώπους που γνώρισε. Ένιωθα την ψυχή μου να ελαφραίνει κάθε φορά που έμπαινα στο σπίτι της. Και όταν έβγαινα, να'σου ο καπνός να με τυλίγει.

Δεν μπορούσα να κοιτάξω ποτέ τη μητέρα μου στα μάτια όταν γυρνούσα από το σπίτι της κυρίας Αγγελικής. Την έβλεπα να κάθεται στην κουζίνα, σαν φάντασμα, με τα μάγουλα της ρουφηγμένα και το πρόσωπο της χλωμό, τραβηγμένο σαν κέρινη μάσκα. Καθόταν εκεί, ακίνητη, τα ξανθά μαλλιά της λιγδιασμένα, ξερά, νεκρά, κρέμονταν πάνω της. Το δέρμα της δεν της άνηκε, το σώμα της δεν της άνηκε. Κάτω από το θολό φως της λάμπας έμοιαζε με πτώμα. Και εγώ την κοίταζα και ένιωθα την αηδία μέσα μου να χορεύει, να σπρώχνει, να πάλλεται. Την ένιωθα στο πίσω μέρος του λαιμού μου, σαν γλίτσα. Αν σήκωνε το κεφάλι της να με κοιτάξει, οπισθοχωρούσα και χανόμουν στις σκιές, κρυβόμουν στο δωμάτιο μου. Τη μισούσα. Δεν μπορείς να καταλάβεις, αγάπη μου, πόσο τη μισούσα.

Υπήρχαν πολλά πράγματα να ζηλέψεις από την κυρία Αγγελική. Τις ιστορίες της, τις φωτογραφίες της, τα ρούχα από ξένες χώρες που μου έδειξε μια μέρα. Εκείνα τα φουλάρια και τα σκουφιά και τα γάντια που μου χάρισε όλο χαμόγελο, αγκαλιάζοντας με τα χέρια της που έτρεμαν και το δέρμα της που είχε σταματήσει να της χωράει. Αλλά ήταν τόσο ευτυχισμένη και όμορφη και έξυπνη. Με έκανε να θέλω να γυρίσω σπίτι και να βάλω φωτιά στα πάντα, να κάψω τη μητέρα μου από τη ρίζα.

Περισσότερο από όλα, όμως, ζήλευα την αγάπη της. Είχε μια φωτογραφία πάνω από το τζάκι, μια ασπρόμαυρη, παλιά φωτογραφία: ένα νεαρό κορίτσι με σκούρα μαλλιά και μια φωτογραφική μηχανή περασμένη στο λαιμό του και δίπλα του ένα αγόρι, ψηλότερο, με το πιο αστραφτερό χαμόγελο που έχω δει ποτέ στη ζωή μου.

«Ο Χάρης μου», είχε πει η κυρία Αγγελική. «Ήμασταν παντρεμένοι εξήντα πέντε χρόνια».

Είχα χάσει την ανάσα μου. Αποσβολωμένος είχα μείνει να την κοιτάω, ακίνητος, με όλη τη Γη να απλώνεται σαν αβυσσαλέο χάσμα από κάτω μου. Το οξυγόνο είχε εξαφανιστεί, ο καπνός είχε εξαφανιστεί. Μονάχα η καρδιά μου χτυπούσε και μπορούσα να την ακούσω στο πίσω μέρος του κρανίου μου. Τα μάτια μου είχαν κολλήσει στο ζευγάρι, στο κορίτσι και το αγόρι, στο αγόρι και το κορίτσι, στις ασπρόμαυρες λεπτομέρειες τους. Μπορούσα να δω την ψυχή τους τότε. Έστω και φευγαλέα. Δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά τέτοια αγάπη σε μια πρόταση, δεν είχα ακούσει ποτέ κάποιον να προφέρει αυτές τις λέξεις έτσι, με αυτή τη χροιά, με αυτόν τον τόνο. Δεν ήξερα πως είναι δυνατό. Δεν ήξερα...

Ο Χάρης μου. Χάρης, είχα σκεφτεί, Χαράλαμπος, το όνομα του πατέρα μου. Προσπάθησα να σκεφτώ τη μητέρα μου να επαναλαμβάνει τη φράση, να κοιτάει μια φωτογραφία τους με αγάπη και να λέει «Ο Χάρης μου». Αντί αυτού η εικόνα ήρθε σαν χείμαρρος και με παρέσυρε: το τελευταίο βράδυ που είδα τον πατέρα μου, η μάνα μου να αρπάζει μια φωτογραφία και να την πετάει στην άλλη άκρη του σαλονιού, το τζάμι της να σπάσει, να εκρήγνυται, να τινάζεται παντού. Το χέρι του να σηκώνεται, να τη χτυπάει στο πρόσωπο, να τη ρίχνει κάτω. Υπήρχε λίγο αίμα στο χείλος της. Κάτι. Κάτι. Θυμάμαι να στέκομαι εκεί, με τα χέρια μου να τρέμουν, να σκέφτομαι πως θέλω να τον σκοτώσω, να τη σκοτώσω, να τους σκοτώσω, να πεθάνω. Σκεφτόμουν... Σκεφτόμουν πως δεν την είχα ακούσει ποτέ να το λέει: Ο Χάρης μου, με αγάπη.

Ήξερα πως τον αγαπούσε κάποτε. Πως τον ερωτεύτηκε καλύτερα. Είχα ανακαλύψει κάποτε ένα ντοσιέ, μια συλλογή από παλιές φωτογραφίες, κρυμμένο σαν βρώμικο μυστικό μέσα σε μια ντουλάπα στο υπόγειο. Φωτογραφίες των γονιών μου. Νέων. Η μητέρα μου καθισμένη σε ένα πεζούλι με καλοκαιρινό φόρεμα και γυαλιά ηλίου, να χαμογελάει λες και της ανήκει ο κόσμος. Η μητέρα μου να κοιτάει πίσω από την κάμερα με βλέφαρα που καίνε από θαυμασμό. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι, κοιμισμένη με ένα σεντόνι τυλιγμένο γύρω της. Από το πλάι, όταν δεν κοιτούσε. Από πίσω, όταν περπατούσε. Υπήρχε κάτι σε αυτές τις φωτογραφίες, μια τελειότητα. Λες και οι άνθρωποι που υπήρχαν ανάμεσα στις σελίδες του ντοσιέ δεν ήταν θνητοί. Ήταν θεοί, υπέροχοι, χωρίς ατέλειες, χωρίς ψεγάδια.

Το αγόρι και το κορίτσι στο τζάκι δεν ήταν έτσι. Είχαν τα μαλλιά τους ανακατεμένα και το σώμα τους κυρτό, δεμένοι στο γοφό με πίεση, έσκυβαν συνωμοτικά ο ένας στον άλλον, σαν να έκρυβαν κάποιο μυστικό. Δεν μπορούσα να δω καμιά τελειότητα στον πίνακα: τα χαμόγελα τους δεν ήταν αψεγάδιαστα, το δέρμα τους δεν ήταν καθαρό. Ήταν και οι δυο λίγο βρώμικοι, λίγο ιδρωμένοι, λες και έτρεξαν για να φτάσουν, λες και δεν προλάβαιναν να βγάλουν τη φωτογραφία, λες και χρειάστηκε να προσπαθήσουν πραγματικά για να φτάσουν σε αυτό το σημείο. Ο φωτισμός ήταν παράξενος, δημιουργούσε σκιές. Δεν ήταν τέλεια φωτογραφία. Όχι σαν αυτές στο ντοσιέ των γονιών μου. Ήταν ανθρώπινη και αληθινή και είχε όμορφα στοιχεία, όπως είχε και άσχημα. Ήταν...

Για κάποιο λόγο, το πρώτο που είχα σκεφτεί, κοιτώντας το κορίτσι και το αγόρι, ήταν πως δεν θα μπορούσα να ερωτευτώ κανέναν από τους δύο. Μπορούσα να δω τις ψυχές τους βλέπεις. Και οι ψυχές τους δεν ήταν τέλειες. Δεν έβλεπα δυο ανθρώπους που με έκαναν να πιστέψω πως θα μπορούσα να λατρέψω κάθε σπιθαμή τους: τα φρύδια της κοπέλας ήταν φουντωτά και περίεργα, το πιγούνι του αγοριού αμήχανο, έμοιαζαν γεμάτοι ενέργεια, υπερβολικά έντονοι για τα γούστα μου. Θα με εκνεύριζαν. Δεν θα μπορούσα να ξυπνάω κάθε μέρα δίπλα τους και να σκέφτομαι πως είναι τέλειοι. Για κάποιο λόγο σκέφτηκα πως δεν θα μπορούσα να τους ερωτευτώ. Πως δεν ανήκαν στο ντοσιέ των γονιών μου.

Όταν γύρισα σπίτι, πήγα στην κουζίνα. Θυμάμαι τόσο καλά εκείνη τη μέρα. Έβρεχε έξω, ένα ψιλόβροχο. Το κινητό μου είχε μείνει από μπαταρία. Κάτω από τη λάμπα καθόταν η μητέρα μου, σαν μοναχική πρωταγωνίστρια σε θεατρικό έργο κάπνιζε σιωπηλή, χτυπώντας το πακέτο με τα τσιγάρα ρυθμικά στο τραπέζι. Κάθισα δίπλα της. Εκείνη τη στιγμή δεν φοβόμουν, εκείνη τη στιγμή δεν έτρεμα. Σκεφτόμουν τον Χάρη. Τον Χάρη της κυρίας Αγγελικής και τον Χάρη της μητέρας μου. Τον Χάρη από τις φωτογραφίες και τον Χάρη από το τζάκι.

«Νόμιζα θα με απέφευγες για το υπόλοιπο της ζωής μου», είπε η μητέρα μου, γελώντας ένα βραχνιασμένο γέλιο. «Όταν δεν είσαι στη δουλειά, είσαι στο δωμάτιο σου».

«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι», της είπα, ακουμπώντας τις παλάμες μου στο τραπέζι.

«Ρίξ'το», απάντησε εκείνη. Είχε ένα χαμόγελο στα χείλη. Όσα χρόνια και αν περάσουν δεν νομίζω πως θα ξεχάσω αυτό το χαμόγελο.

«Μισείς τον μπαμπά;»

Την άκουσα να γελάει, ένα φύσημα αέρα από τα ρουθούνια της, ένας υστερικός παλμός.

«Ναι», απάντησε τελικά. Έτσι απλά, χωρίς εξήγηση, χωρίς πρόλογο, χωρίς επίλογο.

Έγνεψα.

«Τον αγαπάς καθόλου; Ή μόνο τον μισείς;»

«Γλυκέ μου», είπε η μητέρα μου, βάζοντας ένα χέρι στα μαλλιά της. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία στιγμή που τη χτύπησε, οι πληγές είχαν φύγει, και εκείνη εξακολουθούσε να τις ψάχνει, να τις ψηλαφίζει, με τα ακροδάχτυλα της. Νομίζω πως ήθελε να πείσει τον εαυτό της, να του υπενθυμίσει τι σου κάνει η αγάπη. Όχι, όχι η αγάπη. Ο έρωτας. Ο έρωτας με το λάθος άτομο. «Νομίζω το καταλαβαίνεις. Όχι, όχι δεν τον αγαπάω».

«Ούτε στην αρχή;»

«Στην αρχή». Τα μάτια της είχαν σκοτεινιάσει λίγο, είχαν σβήσει. Θυμάμαι το πρόσωπο της, θυμάμαι την αλλοίωση στη φωνή της, θυμάμαι πως είχε μιλήσει, ήρεμα, απαλά, σαν να άφηνε την τελευταία της ανάσα. «Ήταν τέλειος στην αρχή. Τον λάτρευα. Κάθε μικρό κομμάτι, κάθε λέξη του, κάθε κίνηση του. Με κοιτούσε και έλιωνα. Έλιωνα, έλιωνα, έλιωνα. Καθόταν δίπλα και η καρδιά μου δεν μπορούσα να ηρεμήσει, δεν μπορούσα να σταματήσω τον εαυτό μου. Κάθε του ελάττωμα δεν ήταν ελάττωμα, ήταν ένας ακόμη λόγος για να τον αγαπάω».

Δεν μίλησα. Την περίμενα να συνεχίσει. Δεν ήθελα να τη διακόψω, ακόμη και αν το στήθος μου ένιωθε λίγο κενό, εκείνη τη στιγμή.

«Τα ζούσαμε τόσο γρήγορα όλα τότε», σταμάτησε για λίγο ακόμη. Φύσηξε λίγο καπνό. «Νόμιζα πως θα ήμασταν ερωτευμένοι για πάντα».

«Και μετά... κάποια στιγμή η καρδιά μου δεν χτυπούσε τόσο δυνατά, κάποια στιγμή σταμάτησα να λιώνω. Καθόταν δίπλα μου και τα μικρά πράγματα που κάποτε λάτρευα άρχιζαν να με εκνευρίζουν. Ξέρεις αυτό που κάνει; Όταν σκέφτεσαι; Που μουρμουρίζει; Κάποτε ήταν το αγαπημένο μου πράγμα στον κόσμο και μετά από λίγο, μετά από λίγο απλώς άρχισε να με εκνευρίζει». Φάνηκε να σκέφτεται. «Και άρχισα και εγώ να τον εκνευρίζω», είπε. «Και δεν ξέρω... Σταματήσαμε να αγαπάμε ο ένας τον άλλο και το ένα πράγμα έφερε το άλλο».

Έξω η βροχή είχα γίνει πιο έντονη, χτυπούσε το τζάμι. Σκέφτηκα πως θα έπρεπε να ανοίξω ένα παράθυρο για τον καπνό. Είχε αρχίσει να πήζει γύρω μου σε κάτι συμπαγές.

«Σήμερα ήμουν στην κυρία Αγγελική», της είπα, όταν ο καπνός με άφησε να αναπνεύσω για μερικά δευτερόλεπτα. «Μου είπε για τον άντρα της. Ξέρεις πως ήταν παντρεμένοι πάνω από εξήντα χρόνια;»

Την άκουσα να γελάει πάλι, με υστερία.

«Δημήτρη αν αυτό είναι μια προσπάθεια να- »

«Όχι», τη σταμάτησα. «Απλώς... Τη ρώτησε αν τον αγαπούσε. Αν τον αγαπούσε μέχρι το τέλος. Και δεν... δεν το αρνήθηκε. Οπότε τη ρώτησα πως και... Με ρώτησε αν αγαπάω εσένα».

Το στόμα τη μητέρας μου άνοιξε λίγο, ελάχιστα. Είχε αφήσει το τσιγάρο της να αιωρείται στον αέρα, μερικά εκατοστά μακριά από τα χείλη της.

«Και... τι της απάντησες;» ρώτησε.

«Της είπα πως είναι διαφορετικό. Είσαι η μητέρα μου. Ήταν ο άντρας της».

Η μητέρα μου κούνησε το κεφάλι της.

«Και τι είπε σε αυτό;» ρώτησε.

«Με ρώτησε αν πιστεύω πως η αγάπη είναι επιλογή ή συναίσθημα». Ένιωθα χαζός εκείνη τη στιγμή, σαν παιδί που παίζει με παιχνίδια καμωμένα για μεγάλους. «Εσύ τι πιστεύεις πως είναι;»

Την παρακολούθησα να ανασηκώνει τα φρύδια της, ξαφνιασμένη.

«Συναίσθημα, προφανώς. Εκείνη τι είπε;»

«Μου είπε πως, κάποια στιγμή, αν ερωτευτώ ποτέ, θα βρεθώ μπροστά σε μια επιλογή και πως τότε θα πρέπει να σκεφτώ εκείνη και το Χάρη της και εσένα με το Χάρη σου».

Αυτό έκανε τους ώμους της να χαλαρώσουν. Γέλασε, έσβησε το τσιγάρο της στο τασάκι και σηκώθηκε όρθια. Έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα ακίνητη, με το χέρι ακόμη τεντωμένο προς το τασάκι, το μανίκι της να απλώνεται στο τραπέζι σαν φτερό κύκνου και ύστερα αποτραβήχτηκε.

«Δεν έχει άνοια η κυρία Αγγελική;» ρώτησε καθώς έστρωνε τα μαλλιά της.

Το στόμα μου άνοιξε.

Και η μητέρα μου δεν περίμενε καν για κάποια απάντηση πριν φύγει από το δωμάτιο.

Η κυρία Αγγελική πέθανε μερικούς μήνες αργότερα. Είχα πάει στην κηδεία της με τον κύριο Γιάννη που έσφιγγε μονίμως τον ώμο μου και με ρωτούσε αν ήθελα να φύγουμε, να γυρίσω σπίτι. Νομίζω ήταν τα δάκρυα μου που τον είχαν ταράξει. Τα ματωμένα μου νύχια. Ακόμη και τώρα, αν με ρωτήσεις, δεν έχω σταματήσει να αγαπάω την κυρία Αγγελική. Ούτε εκείνη, ούτε τον άντρα της. Ούτε το κορίτσι και το αγόρι πάνω από το τζάκι. Αν θυμάσαι έχω τη φωτογραφία τους ακόμη, στην τραπεζαρία. Αυτή είναι. Σου είχα υποσχεθεί κάποτε πως θα σου έλεγα την ιστορία της.

Από κάτω της κάθομαι τώρα που σου γράφω αυτό το γράμμα, επειδή για πρώτη φορά μπορώ να τη δω με χρώματα. Το ήξερες πως η μπλούζα της κοπέλας είναι κόκκινη; Μπορώ να τη δω ολοκάθαρα. Δεν υπάρχει κάτι πάνω σε αυτή τη φωτογραφία που να μου είναι μυστήριο πλέον.

Και ξέρεις ποιος είναι λόγος; Εσύ. Εσύ είσαι ο λόγος. Επειδή τώρα ξέρω τι εννοούσε η κυρία Αγγελική. Ξέρω ποια είναι η επιλογή που πρέπει να κάνω. Είμαστε παντρεμένοι τρία χρόνια, αγάπη μου και ο έρωτας έχει φύγει. Ήλπιζα πως θα κρατήσει για πάντα, αλήθεια το ήλπιζα, αλλά η ζωή δεν είναι παραμύθι. Δεν είναι ένα ντοσιέ με φωτογραφίες. Δεν μπορείς να τη ζεις κάτω από το θολό φως της κουζίνας σου. Πρέπει να τη χτίσεις μέχρι τα χέρια σου να αρχίσουν να τρέμουν.

Δεν είσαι πλέον το τέλειο άτομο. Δεν καίγομαι κάθε φορά που σε αγγίζω, δεν λιώνω. Με εκνευρίζει ο τρόπος που ρουφάς τη σούπα σου και εκείνο το ύφος που παίρνεις όταν δεν θέλεις να μιλήσεις για τα συναισθήματα σου. Μερικές φορές μπορώ να σε δω με όλα τα ανάκατα μαλλιά σου και το ιδρωμένο κούτελο σου και τις σκιές στο πρόσωπο σου. Δεν μου είναι αυθόρμητο πλέον να σε λατρεύω, αλλά δεν θέλω να σου γυρίσω την πλάτη τώρα. Δεν θέλω να φύγω. Θέλω να προσπαθήσω. Αν όλα τα ρόδα και τα λουλούδια δεν στέκονται πλέον στην επιφάνεια αλλά χρειάζεται να βάλω το χέρι μου μέσα σου για να τα ψάξω θα το κάνω. Θέλω να πάρω ότι διαλύσαμε και να το φτιάξω ξανά, δεν θέλω να στέκομαι στα συντρίμμια και να περιμένω να σηκωθούν όρθια από μόνα τους. Θέλω να είσαι η Αγνή μου, ακριβώς με τον ίδιο τόνο και την ίδια χροιά που η κυρία Αγγελική είχε τον Χάρη της.

Οπότε άφησε με, σε παρακαλώ, άσε με να προσπαθήσω.

Άσε με να σε διαλέξω. Και διάλεξε με πίσω.

Με αγάπη, Ο Δημήτρης σου

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen2U.Pro