Κεφάλαιο 8

Màu nền
Font chữ
Font size
Chiều cao dòng

Ο James περπατούσε στους δρόμους της Νέας Ορλεάνης. Δεν πήγαινε κάπου συγκεκριμένα και το μυαλό του είχε ταξιδέψει στο παρελθόν, πριν από ένα αιώνα περίπου.

Έφερε στο νου του τη νύχτα που σημάδεψε τόσο την Sophia μα και τον ίδιο. Ήταν την δεκαετία του 1920. Η Sophia βρισκόταν στο Σικάγο και ο ίδιος είχε αποφασίσει να επισκεφθεί την πόλη με την Emma. Μακάρι να μην το είχαν κάνει. Ήταν η ίδια νύχτα που ο Michael προσπάθησε να πιάσει τον Klaus και την Rebekah. Ήταν το ίδιο βράδυ που η παντοδυναμία των Mikaelson's κατέρρευσε. Το βράδυ που χάθηκε μια αθώα ζωή. Το βράδυ που ο Peter βρήκε τρόπο για να τους εκβιάζει. Ήταν η νύχτα που η πόλη τυλίχτηκε στις φλόγες, τότε που το αίμα χύθηκε άφθονο, τότε που όρκοι ειπώθηκαν, που δάκρυα χύθηκαν και που μαχαίρια σκόρπισαν τον πόνο και τον όλεθρο.

Η πόλη ήταν διαφορετική αλλά και τόσο ίδια. Ήξερε πως το σχέδιο τους ήταν παράτολμο, επικίνδυνο, τρελό... Αλλά πώς μπορούσε να σταματήσει τη Sohpia; Δεκαετίες ολόκληρες είχαν περάσει και ο πόνος μέσα της κάθε μέρα θέριευε όλο και πιο πολύ. Ήλπιζε ότ μετά από αυτό, ίσως να μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή της.

<<Πρόσεξε που πας!>> του είπε μια νεαρή γυναίκα όταν έπεσε πάνω της.

<<Συγγνώμη. Ήμουν αφηρημένος,>> δικαιολογήθηκε εκείνος. <<James,>> είπε και της έτεινε το χέρι του.

<<Hayley>> Έσφιξε δυνατά το χέρι του.

<<Χαίρω πολύ.>> Ήξερε ποια ήταν.

<<Είσαι καινούριος στην πόλη; Δε σε έχω ξαναδεί και γνωρίζω πολύ κόσμο εδώ.>>

<<Και ναι και όχι. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που ήμουν εδώ.>>

<<Έχουν αλλάξει πολλά το τελευταίο διάστημα. Είμαι σίγουρη ότι το παρατήρησες και εσύ. Αλλιώς θα πρόσεχες που περπατάς,>> τον πείραξε.

Εκείνος γέλασε αχνά. <<Συγγνώμη και πάλι.>>

Η Hayley έκανε μια κίνηση με το χέρι της, σαν να έδιωχνε το γεγονός μακριά, σαν να μην είχε πια αξία.

<<Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος πίσω από την επιστροφή σου, James;>>

<<Για προσωπικούς λόγους.>> Το χαμόγελο του ήταν μυστηριώδες, τα λευκά δόντια του έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου.

<<Να προσέχεις,>> του είπε. <<Κυκλοφορούν πολλοί κλέφτες,>> πρόσθεσε και έφυγε.


<<Πρέπει να μιλήσω στην Davina,>> είπε ο Elijah μόλις συνάντησε τον Marcel.

Είχε πάει σχεδόν τρέχοντας να τον επισκεφτεί. Έπρεπε να κάνει κάτι για να βοηθήσει τον αδελφό του και η μικρή μάγισσα ήταν η κατάλληλη για να τους βοηθήσει.

<<Και εσύ;>>

<<Ποιος άλλος την ψάχνει;>>

<<Παραλίγο να πεθάνει ο Thierry εξαιτίας μιας άγνωστης γυναίκας. Ζητούσε τη Davina σε αντάλλαγμα της ζωής του.>>

<<Τι έγινε;>>

<<Τον δάγκωσε, Elijah. Είπε ότι είναι υβρίδιο.>>

<<Τον δάγκωσε;>> επανέλαβε τη λέξη ο Elijah, πιστεύοντας ότι δεν είχε ακούσει κάτι καλά. Αδύνατο για ένα βρικόλακα της ηλικίας του αλλά ποια εναλλακτική είχε; Ένα υβρίδιο που τριγυρνούσε και δάγκωνε κόσμο; Αυτό ήταν αδύνατο.

<<Αυτό αποκλείεται. Πλέον μόνο ο αδελφός μου και η Hayley είναι υβρίδια.>>

<<Δεν κατάλαβες, Elijah. Δεν είναι ένα απλό υβρίδιο. Είναι ταυτόχρονα και μάγισσα. Η Davina μου είπε πως είναι επικίνδυνη. Έχει έρθει για ένα σκοπό. Είναι επικίνδυνη.>>

Ο Elijah έμεινε έκπληκτος. Δεν είχε ξανακούσει για ένα τέτοιο πλάσμα, όμως, κάτι μέσα σου του έλεγε πως αυτό δεν ήταν αλήθεια. Πάντα είχε μια μικρή υποψία αλλά ήξερε πως δε θα μπορούσε να είναι αλήθεια.

<<Εκτός και αν...>> μουρμούρισε.

<<Τι συμβαίνει;>> ρώτησε ο Marcel.

<<Πώς είναι αυτή η γυναίκα;>>

<<Έχει το ίδιο ύψος με τη Davina. Γαλάζια μάτια και καστανόξανθα μαλλιά. Η Davina μου είπε και κάτι ακόμα αλλά δεν ήξερα αν έπρεπε να στο πω.>>

<<Τι;>> ρώτησε ο Elijah ανυπόμονα.

<<Είπε ότι τη λένε Sophia Mikaelson.>>

Το πρόσωπο του Elijah πάγωσε. Αυτό ήταν ένα όνομα που δεν είχε ακούσει για σχεδόν χίλια χρόνια.


Την ίδια στιγμή, κάπου μακριά η Caroline μιλούσε με τον Alaric. Ήταν σίγουροι πια πως κάτι κακό είχε συμβεί στο Matt.

<<Τον βρήκα!>> είπε η Caroline μόλις ο Alaric απάντησε στην κλήση της.

<<Πώς;>>

<<Με ξόρκι εντοπισμού. Βρήκα στα πράγματα μου ένα παλιό αντικείμενο του Matt. Δεν ήθελα να εξηγώ από το τηλέφωνο σε κάποιον άγνωστο γιατί θα έπρεπε να ψάξει κρυφά στο σπίτι του Matt. Τέλος πάντων,>> είχε πει τα πάντα χωρίς διακοπή. Πήρε μια ανάσα. <<Όλοι οι άλλοι είναι έτοιμοι.>>

<<Ποιους εννοείς;>> ρώτησε ο Alaric.

<<Τον Tyler και την Liv.>>

<<Θα έρθω και εγώ.>>

<<Ελπίζω μόνο να τον βρούμε ζωντανό,>> ακούστηκε η ταραγμένη φωνή της Caroline.


Ο νεαρός άνδρας με τα ξανθά μαλλιά ήταν ακόμα δεμένος σε εκείνο το σκοτεινό χώρο. Ο μυστήριος άνδρας δεν είχε αποκαλύψει τίποτα καινούριο και όσο ο χρόνος περνούσε, σκεφτόταν ότι θα ήταν δύσκολο να τον βρουν.

<<Φάε,>> είπε ο άνδρας και άφησε ένα πιάτο με λίγο φαγητό μπροστά στον Matt.

Με μια γρήγορη κίνηση, έλυσε τα χέρια του με ένα μαχαίρι.

<<Πολύ σύντομα οι φίλοι μου θα σε βρουν!>> Έτριψε τους καρπούς του που ήταν μουδιασμένοι.

<<Ας έρθουν,>> είπε σχεδόν αδιάφορα.

Ήξερε πως μερικοί νεαροί δεν ήταν ικανοί να τον σταματήσουν. Εκείνος περίμενε μόνο ένα πρόσωπο.

<<Τουλάχιστον πρέπει να ξέρω με ποιον μιλάω.>>

<<Με λένε Peter.>>

<<Θαρρείς και αυτό εξηγεί τα πάντα,>> σκέφτηκε ο Matt. <<Τι θέλεις από εμένα;>> ρώτησε τελικά.

<<Σου το ξανάπα. Δεν ενδιαφέρομαι για εσένα. Μόνο για τη Sophia. Εσύ είσαι απλώς ένα δόλωμα.>>

<<Μα δεν καταλαβαίνεις ότι δεν είμαι τίποτα για αυτήν; Πριν λίγες μέρες γνωριστήκαμε!>>

<<Και όμως, μπήκε στον κόπο να σε γνωρίσει. Ξέρεις, έχει ένα πολύ μεγάλο ελάττωμα: απεχθάνεται την αδικία.>>

Ο Matt ήταν σίγουρος ότι αυτό δεν ήταν ελάττωμα αλλά τι μπορούσε να πει σε αυτό τον άνδρα που θα του άλλαζε γνώμη;

<<Νομίζω ήρθε η ώρα να ακούσει τη φωνή σου.>> Έβγαλε ένα παλιό κινητό από την τσέπη του τζάκετ του και πληκτρολόγησε το νούμερο της. Μέσα στους αιώνες, όσο δύσκολο και αν ήταν, πάντα έβρισκε ένα τρόπο να επικοινωνεί μαζί της.

<<Εμπρός;>> είπε η Sophia.

<<Θέλω να ακούσεις κάποιον που είναι μαζί μου,>> είπε γρήγορα ο Peter και πάτησε το κουμπί της ανοιχτής ακρόασης.

<<Sophia;>> ρώτησε διστακτικά ο Matt.

<<Matt;>> Αναγνώρισε αμέσως τη φωνή του.

<<Ναι. Αυτός ο άνδρας φαίνεται να σε γνωρίζει καλά. Δε ξέρω ποια είσαι, δε με νοιάζει πια αλλά αυτός θέλει να με σκοτώσει.>>

Ο Peter του έκλεισε την αυτόματη ακρόαση και γυρνώντας την πλάτη του, έκανε μερικά βήματα προς την έξοδο του δωματίου.

<<Άκουσες τι είπε. Αν δε θέλεις να τον σκοτώσω, έλα να τον βρεις.>>

<<Μην τολμήσεις να τον πειράξεις!>> είπε αγριεμένα εκείνη.

<<Δε μπορώ να υποσχεθώ κάτι τέτοιο.>>

<<Που είστε;>>

<<Σκέψου λίγο και θα το βρεις. Ελπίζω να θυμάσαι τι θέλω. Αν θέλεις να σώσεις τον φίλο σου, θα πληρώσεις ακριβά.>>

<<Δεν μπορείς να με αναγκάσεις. Το ξέρεις αυτό. Η άλλη μεριά έχει καταστραφεί. Θα είναι πολύ δύσκολο να βρω την Κετσία. Και ακόμα και έτσι δε ξέρω αν έχω τη δύναμη->>

<<Ας μην κοροϊδευόμαστε,>> την διέκοψε. <<Και οι δυο ξέρουμε πως μπορείς να κάνεις πολλά.>>

<<Χρειάζομαι τεράστια ποσότητα ενέργειας!>>

<<Νόμιζα πως για αυτό το λόγο επισκέφτηκες τις σπηλιές του Mystic Falls. Λοιπόν, η ώρα περνάει. Αν θέλεις να τον βρεις ζωντανό, έλα γρήγορα, πριν εξαντληθεί η υπομονή μου.>>

Έκλεισε το τηλέφωνο και η Sophia βρέθηκε μόνη στο δωμάτιο της με τις σκέψεις της. Τόσα χρόνια είχε φροντίσει να μην δημιουργήσει σχέσεις με άλλα άτομα για να μη μπορούσε αυτός να πειράξει κάποιον αθώο εξαιτίας της. Όμως, μέσα στη ζάλη και την έξαψη του πλάνου της, είχε γνωρίσει το Matt. Και ο Peter το ήξερε.

<<Άραγε, όσο περπατούσαμε ή πηγαίναμε για φαγητό, είχαμε κάποιον να μας παρακολουθεί;>> σκέφτηκε αν και ήξερε ότι δεν είχε νόημα.

<<Δεν έχω επιλογή. Δε μπορώ να τον αφήσω να σκοτώσει έναν αθώο εξαιτίας μου. Πρέπει να πάω, ό,τι και αν χρειαστεί να πληρώσω.>>

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen2U.Pro