Κεφάλαιο 10

Màu nền
Font chữ
Font size
Chiều cao dòng

<<Έμαθα κάτι πολύ ενδιαφέρον από τον Marcel.>>

Ο Elijah μπήκε ξαφνικά στο δωμάτιο του αδελφού του.

<<Τι έγινε πάλι, Elijah;>> ρώτησε ο Klaus.

<<Έχεις ακούσει ποτέ για υβρίδιο με δυνάμεις μάγισσας;

<<Δεν έχω χρόνο για ανοησίες.>>

<<Δεν είναι ανοησίες!>> φώναξε ο Elijah.

Ο Klaus αποφάσισε να δώσει σημασία στα λόγια του αδελφού του αλλά ακόμα και η ιδέα ενός υβριδίου με δυνάμεις μάγισσας του φαινόταν αστεία. Είχε αναρωτηθεί τι θα γινόταν ή τι ήταν ήδη η κόρη του αλλά δε μπορούσε να φανταστεί πως θα υπήρχε ένα άλλο περίεργο πλάσμα.

<<Δεν υπάρχουν πλέον υβρίδια,>> σχολίασε τελικά.

<<Το πρώτο υβρίδιο ήσουν εσύ επειδή ο πατέρας σου ήταν λυκάνθρωπος. Ωστόσο το ίδιο ισχύει και για κάποιον άλλο.>>

Ο Klaus κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε ο αδελφός του.

<<Κάποιος κάποτε ανέφερε πως ο Adriel είχε μια κόρη και πως αυτή ήταν η νεκρή αδελφή μας. Αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα. Δεν γίνεται αυτό που λες. Εξάλλου, είναι νεκρή.>>

<<Ποτέ δεν αποδείχτηκε.>>

<<Έχουν περάσει αιώνες και κανείς μας δεν άκουσε κάτι για αυτήν.>>

<<Πλέον όλη μας η οικογένεια είναι στην πόλη. Είναι η μόνη πιθανότητα. Η Sophia είναι ζωντανή!>>

<<Αποκλείεται!>>

<<Την ψάχναμε αιώνες ωστόσο ποτέ δεν μάθαμε τι πραγματικά της συνέβη.>>

Ο Elijah ήταν σίγουρος. Η γυναίκα που χρησιμοποιούσε το επίθετο τους ήταν η αδελφή τους. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση σύμφωνα με τον ίδιο. Δεν ήθελε να υπάρχει άλλη εξήγηση.

<<Ελπίζω να μην το πιστεύεις πραγματικά,>> είπε ο Klaus.

<<Σκέψου το. Μπορεί με κάποιο τρόπο, όταν άλλαξε, να πήρε τις δυνάμεις της μαμάς. Κανείς μας δε μπορούσε να κάνει μαγικά όμως θυμάμαι κάποιες φορές που είχαν συμβεί πράγματα που δε μπορούσαμε να τα εξηγήσουμε. Το έχω σκεφτεί πολλές φορές και έχω πειστεί ότι η Sophia είχε μαγικές δυνάμεις. Πώς ξέρουμε ότι η ιστορία που μας είπε η μητέρα μας είναι αληθινή; Μπορεί να μην το έσκασε πριν αλλάξει αλλά μετά. Και μπορεί να είχε ακόμα τις δυνάμειες της.>>

<<Και που ήταν τόσους αιώνες;>>

Ο Elijah κοίταξε τον αδελφό του και είπε φωναχτά αυτό που τριγυρνούσε στις σκέψεις του όποτε σκεφτόταν τη χαμένη αδελφή τους.

<<Μπορεί η ίδια να μην ήθελε να βρεθεί.>>


<<Ούτε εδώ την γνωρίζουν,>> είπε λυπημένος ο Klaus.

<<Πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Είναι νεκρή, είπε η Rebekah.>>

<<Μα γιατί έφυγε;>>

<<Αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Η μητέρα είχε πει ότι ήθελε να φύγει μακριά μας. Ότι ο θάνατος του μικρού μας αδελφού την τρόμαξε. Αν ισχύει αυτό, τώρα η Sophia θα έχει μεγαλώσει πολύ. Θα είναι ολόκληρη γυναίκα και->>

<<Θα ξαναγυρίσω στην πατρίδα μας,>> ανακοίνωσε ο Klaus, διακόπτοντας τα λόγια του αδελφού του.

Τα αδέλφια του τον κοίταξαν απορημένα.

<<Αν ήταν ζωντανή, θα την είχαμε βρει,>> είπε η Rebekah που ήταν πιο λογική από τους δύο αδελφούς της σε αυτό το θέμα. Πάντα ο Klaus και ο Elijah ήταν αυτοί που είχαν τη μεγαλύτερη αδυναμία στη Sophia και ας ήταν μόλις ένα χρόνο μικρότερη από τη Rebakah.

<<Αυτό το λες εσύ επειδή δεν νοιάζεσαι!>> φώναξε ο Klaus.

<<Σταμάτα να με κατηγορείς! Δεν φταίω εγώ που διάλεξε να φύγει. Και κάνω ό,τι μπορώ για να τη βρούμε.>>

<<Πάντα εκείνη ήταν το μικρό κοριτσάκι της οικογένειας. Είμαι σίγουρος ότι θα ήθελες να είσαι στην θέση της.>>

<<Νομίζεις ότι δεν μου λείπει;>>

<<Ναι, αυτό νομίζω. Εσύ νοιάζεσαι μόνο για αυτόν τον Alexander.>>

<<Είναι κακό που θέλω να βρω την αγάπη;>>

<<Σταματήστε!>> φώναξε ο Elijah. <<Αυτό δεν βοηθάει κανέναν μας. Κανένας δεν θα φύγει από την Ιταλία. Προς το παρόν θα μείνουμε μαζί. Έτσι υποσχεθήκαμε και έτσι θα γίνει: Always and Forever.>>


Η Davina είχε σηκώσει τον Mikael και τον είχε μεταφέρει, ενώ ήταν ακόμα τραυματισμένος, σε ένα δωμάτιο μέσα στην πόλη.

<<Έπρεπε να κάνεις κάτι!>> είπε ο Mikael όταν το δάγκωμα επουλώθηκε πλήρως.

<<Εσύ είσαι ο αρχικός εδώ πέρα. Και οι δυνάμεις μου δεν τις κάνουν κακό. Δεν ήξερα ότι είχες και άλλη κόρη.>>

<<Ποτέ δεν είπα ότι είχα 2 κόρες.>>

Η Davina έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και έσμιξε τα φρύδια της μα δεν ρώτησε κάτι άλλο. Αργά ή γρήγορα θα μάθαινε την αλήθεια.

<<Πώς γίνετε να είναι τόσο δυνατή; Και τι ακριβώς είναι;>>

<<Μακάρι να ήξερα.>>

Ο Mikael σκεφτόταν συνεχώς και ο θυμός μέσα του όλο και φούντωνε. Ο άνθρωπος που είχε βάλει να την παρακολουθεί είχε πει ψέματα. Δεν είχε αναφέρει για τις δυνάμεις της αλλά ούτε και για το εύρος των ικανοτήτων της. Του είχε κρύψει την αλήθεια και έπρεπε να το πληρώσει.

<<Πρέπει να βρούμε το παλούκι. Είσαι ελεύθερος να φύγεις,>> είπε η Davina και έλυσε το ξόρκι που τον κρατούσε κοντά της. <<Αλλά να θυμάσαι πως μπορώ ξανά να κάνω το ξόρκι που θα σε κρατάει κοντά μου.>>


<<Ξέρω ότι είσαι εδώ,>> είπε η Sophia.

Είχε φτάσει στο μέρος που ήλπιζε να βρει τον Peter. Πριν αιώνες υπήρχε ένα χωριό σε εκείνο το μέρος. Τώρα υπήρχαν μόνο ερείπια. Εκεί γνώρισε και τον Peter. Είχαν περάσει 40 χρόνια από τότε που είχε αναγκαστεί να αφήσει την οικογένεια της και τριγυρνούσε από περιοχή σε περιοχή χωρίς λόγο. Σκότωνε και έφευγε. Όλα φαίνονταν απλά αλλά μόνο η ψυχή της γνώριζε πόσο προσπαθούσε για να μην ξανανιώσει. Οι τύψεις ήταν πολλές και τα δάκρυα που θα χύνονταν πολλά.

Σε ένα από τα γεύματα της γνώρισε και τον Peter. Ένιωθε παράξενα κοντά του. Για ένα διάστημα ταξίδευαν μαζί αλλά όταν ανακάλυψε τον αληθινό σκοπό του έτρεξε να σωθεί. Αν και είχαν περάσει αρκετές δεκαετίες δεν είχε συνηθίσει απόλυτα την ιδέα του να είναι βρικόλακας. Ακόμα δεν ήταν πολύ δυνατή μα πολύ σύντομα αυτό θα άλλαζε.

Ανάμεσα στα ερείπια υπήρχε ένα παλιό, εγκαταλελειμμένο κτίριο. Η μανία των ανθρώπων για περισσότερα οικοδομήματα είχε δημιουργήσει αυτό το κτίριο. Ωστόσο τα σχέδια τους δεν ολοκληρώθηκαν όπως ήθελαν με αποτέλεσμα το μέρος να είναι τόπος φαντασμάτων σύμφωνα με τους θνητούς και κρυψώνα για τους βρικόλακες.

Μπήκε μέσα. Μερικές σταγόνες έπεσαν στο έδαφος από τους σκουριασμένους σωλήνες. Οι τοίχοι ήταν μουχλιασμένοι και πράσινοι. Η μυρωδιά ήταν τόσο έντονη που θέλησε να καλύψει τη μύτη της. Περπατώντας είδε μερικούς αρουραίους να τρέχουν δίπλα της, αδιαφορώντας για την παρουσία της. Προχώρησε σε ένα μεγάλο διάδρομο, ελέγχοντας τα δωμάτια που προσπερνούσε. Προσπάθησε να ακούσει τον χτύπο της καρδιάς του Matt, όμως, ξαφνικά άκουσε φωνές από την είσοδο του κτιρίου.

<<Είσαι σίγουρη ότι αυτό είναι το σωστό μέρος;>> ρώτησε ο Tyler.

<<Έκανα το ξόρκι εντοπισμού πέντε φορές. Είμαι σίγουρη,>> απάντησε η Liv.

<<Πρέπει να μπούμε μέσα,>> πρότεινε ο Alaric.

Μπήκαν προσεκτικά, ενώ η Sophia είχε κρυφτεί στο τέλος του διαδρόμου, σε μία από τις διχάλες.

<<Σίγουρα κάποιος είναι εδώ,>> παρατήρησε η Caroline.

Τότε η Sophia εμφανίστηκε μπροστά τους. Φορούσε ένα μαύρο παντελόνι, ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν και μπότες. Δεν ήταν βαμμένη και τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε αλογοουρά. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν μικρή και εύθραυστη αν δεν έβλεπε τα μάτια της που έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι.

Πλησίασε περισσότερο την τετράδα και μπόρεσαν όλοι να τη δουν καθώς το φως των φακών τους τη χτύπησε.

<<Εσύ πρέπει να είσαι η Caroline,>> είπε και κοίταξε τη ξανθιά βρικόλακα.

<<Πώς με ξέρεις;>>

<<Ποια είσαι;>> ρώτησε ο Alaric.

<<Αφήστε με να συστηθώ πρώτα και μετά θα πάμε να βρούμε τον Matt. Με λένε Sophia Mikaelson και σας υπόσχομαι ότι είμαι εδώ για να σώσω τον Matt.>>

<<Mikaelson;>> Ο Tyler επανέλαβε το επίθετο της. Τα μάτια του είχαν γουρλώσει από την έκπληξη.

Εκείνη χαμογέλασε. Δεν είχε την ευκαιρία να πει το επίθετο της σε άλλους και διασκέδαζε με την έκπληξη που προκαλούσε. <<Ακριβώς. Είμαι το μικρότερο παιδί της οικογένειας. Απλώς δεν έτυχε να γνωριστούμε.>>

<<Δεν μιλάει κανείς για σένα,>> είπε κάποιος.

<<Νομίζουν ότι είμαι νεκρή.>>

Η Caroline, ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, θυμήθηκε για ποιο λόγο ήταν εκεί.

<<Εξαιτίας σου ο Matt είναι σε αυτή την κατάσταση!>> φώναξε.

<<Μην με κατηγορείς χωρίς να με ξέρεις,>> απάντησε θυμωμένα η Sophia.

<<Όλοι είμαστε εδώ για να βοηθήσουμε. Μετά θα έχουμε χρόνο για αλληλοκατηγορίες.>> Ο Alaric έβαλε πρώτα τη λογική του.

Οι δύο κοπέλες κούνησαν το κεφάλι τους καταφατικά και συνέχισαν την πορεία τους.

<<Σταματήστε!>> πρόσταξε η Sophia. <<Μυρίζω αίμα.>>

Η Caroline το μύρισε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Ο Alaric πήρε βαθιά αναπνοή. Δεν είχε συνηθίσει ακόμα την μυρωδιά.

<<Γιατί δεν προχωράμε;>> ρώτησε ανυπόμονα η Liv.

<<Αν μείνεις ήσυχη, θα μπορέσω να ακούσω.>>

Και τότε το άκουσε. Η καρδιά του Matt χτυπούσε δυνατά.

Δεν χρειάστηκε να πει κάτι, η Caroline ήταν ήδη δίπλα της.

<<Μείνετε εδώ,>> είπε στους άλλους τρεις. Κανείς τους δε θα μπορούσε να βοηθήσει πραγματικά ενάντια στον Peter.

Η πόρτα έτριξε καθώς άνοιξε και οι δύο κοπέλες μπήκαν μέσα. Το δωμάτιο ήταν ίδια με όλα τα άλλα που είχε δει η Sophia, μόνο που υπήρχε ένα σημείο το οποίο φωτιζόταν από ένα πεσμένο φακό. Εκεί υπήρχε μια καρέκλα και πολλές αλυσίδες. Μύριζε έντονα αίμα. Τότε κάτι κουνήθηκε στις σκιές και εμφανίστηκε ο Peter. Κρατούσε σφιχτά τον Matt και μάλιστα είχε ένα παλούκι στο χέρι του που στόχευε την καρδιά του Matt.

<<Επιτέλους!>> είπε ο Peter και γέλασε χαιρέκακα.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen2U.Pro