Βινύλια και Όνειρα από Αστερόσκονη

Màu nền
Font chữ
Font size
Chiều cao dòng

Βινύλια και Όνειρα από Αστερόσκονη

Scrisă de: BlomkvistM97

«Είτε το αξίζουμε είτε όχι, είτε αποδειχθούν τελικά ως οι σκοτεινότερες ημέρες της ζωής μας ή οι πιο λαμπερές και ευτυχισμένες, είχαμε την αγάπη ως οδηγό. Πώς μπορούμε να κάνουμε λάθος όταν οδηγούμαστε απ' την αγάπη;» - Morgan Parker

Λένε πως η Αθήνα δεν έχει υπόκοσμο. Λένε πως τα βαποράκια στην πλατεία Κουμουνδούρου δεν εμπορεύονται πράμα από μεγαλύτερους διακινητές, κι ότι όσοι αναζητούν ερωτικούς συντρόφους πουλώντας το κορμί τους στα καταγώγια του Μεταξουργείου για σεξ χωρίς προφύλαξη έναντι πενταροδεκάρων είναι απλώς φοιτητές που σκόρπισαν τα χρήματα των γονιών τους από την επαρχία στην προμήθεια κακού χασίς. Η Αθήνα δεν έχει drug lords, δεν έχει μαφία, δεν έχει τράφικινγκ, δεν έχει, δεν έχει, δεν έχει...

Λες και η Αθήνα δεν είναι Βαλκάνια, λες και τα Βαλκάνια δεν είναι Ευρώπη. Λες και είμαστε καλύτεροι απ' όλους τους άλλους, κι ας είμαστε βουτηγμένοι στα ίδια σκατά· Όταν η μόνη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ότι στους Έλληνες αρέσει να εθελοτυφλούν εμπρός στα έκτροπα που οργιάζουν κάτω από την μύτη τους, ότι τους αρέσει να δικαιολογούν τα πάντα μέσα από ένα πρίσμα εκρηκτικού οπτιμισμού, με την ελπίδα ότι το πέπλο αφέλειας που απλώνουν επάνω στα αγκάθια σαν ασπίδα από ροδοπέταλα θα απαλύνει την συμφορά στον κόσμο που κλείνουν απ' έξω.

Αλλά εκείνος ξέρει. Εκείνος έχει δει. Τα μάτια του έχουν συλλάβει τους φοιτητές που κρύβονται πίσω από σκισμένες κουκούλες, μαύρα γυαλιά ηλίου και τριμμένα καπέλα του μπέιζμπολ σε μια προσπάθεια να περάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο απαρατήρητοι κι ας είναι ήδη ένα με την κοχλάζουσα μάζα κολασμένων στις κακόφημες πλατείες, κι η καρδιά του έχει σκιρτήσει με θλίψη στη θέα των νεαρών αντρών που υποδύονται άψογα αυτήν την πονεμένη ευτυχία που θα τους οδηγήσει στην βίαιη αγκαλιά κάποιου εραστή που, αντί να τους αγαπήσει, θα τους βασανίσει.

Και, όσο κι αν δεν του αρέσει να βυθίζεται ως τα ρουθούνια στην δυστυχία του κόσμου, οφείλει να παρασυρθεί από το ρεύμα της γιατί αυτή είναι η δουλειά του. Πασχίζει με νύχια και με δόντια να μείνει στην επιφάνεια, επειδή, ως δημοσιογράφος, το νιώθει χρέος του να πληροφορήσει τους ηθελημένα αμαθείς για την γάγγραινα που, με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς, προκαλεί τον ακρωτηριασμό της ελληνικής κοινωνίας.

Η εφημερίδα για την οποία εργάζεται δεν είναι μεγάλη. Αλλά αυτό δεν τον απασχολεί. Μόλις ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του, στο κάτω κάτω. Όμως πιστεύει στην Αλήθεια. Τα ρεπορτάζ της είναι ωμά αλλά ειλικρινή, οι εικόνες της οξείες, καμιά φορά τρομακτικές ακόμη, αλλά πραγματικές. Η Αλήθεια εστιάζει στην κοινωνική παρακμή, και ίσως γι' αυτό θεωρείται ακόμη μικρή φυλλάδα.

Αλλά τον Βίκτωρα δεν τον νοιάζει. Του φτάνει που έχει ένα εισόδημα. Και, πρωτίστως, που είναι ειλικρινής.

Τον κατατρώει μια νωχέλεια αυτό το καλοκαίρι. Είναι πολύ ζεστό, σχεδόν υποφέρει. Η εφημερίδα δεν πάει καλά, και, ιδιαίτερα τώρα, μέσα Αυγούστου, που πολλοί λείπουν από την Αθήνα, σχεδόν δεν έχει έσοδα. Όμως η ομάδα συνεχίζει να παλεύει. Μάχεται ακατάπαυστα, δεν μένουν περιθώρια για ξεκούραση. Ή διακοπές. Ούτε χρονικά ούτε οικονομικά περιθώρια για διακοπές.

Η συντακτική ομάδα συνεδρίασε στις αρχές του μήνα και μετά από ένα διεξοδικό ντιμπέιτ ανατέθηκαν τα ρεπορτάζ που θα γεμίσουν τις σελίδες την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου. Δύσκολα κομμάτια. Ο Βίκτωρας τόσο αδημονεί όσο και φρίττει όταν σκέφτεται το δικό του. Του έχει ζητηθεί να κινηθεί στα πιο δημοφιλή καταγώγια της Αθήνας, να επιλέξει έναν από τους φοιτητές που συχνάζουν εκεί αναζητώντας λίγα χρήματα, να τον πλησιάσει με την πρώτη ευκαιρία και να του ζητήσει να μιλήσει για τη ζωή του. Πραγματική συνέντευξη. Ερωτήσεις, σημειώσεις... Όλα.

Δεν είναι σίγουρος αν έχει επιλέξει την σωστή τακτική, όμως έχει αποφασίσει πως θα απομονώσει έναν εύκολο στόχο, θα τον έχει φιλικά από κοντά για μερικές ημέρες, κι έπειτα θα του απευθύνει τις ερωτήσεις του. Φοβάται να προσεγγίσει κάποιο απ' αυτά τα τρομαγμένα αγόρια επαγγελματικά από την αρχή. Θα τα ταράξει περισσότερο εάν τα πλησιάσει από μια σκοπιά αυστηρού επαγγελματισμού, θα τον αποφύγουν. Πρέπει να γίνει δουλειά, και πρέπει να γίνει σωστά. Γιατί, αν δεν τα καταφέρει, μπορεί η αποτυχία του να του στοιχίσει την θέση του στην φυλλάδα.

Αποφασίζει πως η πρώτη του στάση για την βραδιά θα λάβει χώρα στο Northern Lights. Μικρό ημιυπόγειο στο Μεταξουργείο, κάπως αξιοπρεπέστερο από τα υπόλοιπα του συναφιού του. Βυθίζει τα χέρια του στις τσέπες του λευκού λινού παντελονιού του κι ας υποφέρει απ' αυτόν τον ξηρό καύσωνα, και κατεβαίνει τα βρώμικα σκαλιά χωρίς να σκέφτεται το πόσο παράταιρος δείχνει. Παίρνει μια Sol από την μπάρα έκπληκτος με την διαφορά στην τιμή – δυο ευρώ φθηνότερη απ' όσο έχει συνηθίσει· μα καταγώγι είναι αυτό –, αποτραβιέται σ' ένα από τα σκονισμένα τραπέζια κοντά στον τοίχο, και περιμένει.

Μέχρι τις δώδεκα και μισή έχει μετρήσει δύο πιθανούς στόχους. Δυο νεαροί άντρες δείχνουν πιο προσιτοί, πιο πρόθυμοι προς τους ωριμότερους που τους κοιτάζουν σαν να 'ναι κομμάτια κρέας. Δεν είναι άνθρωποι γι' αυτούς. Ούτε άντρες ούτε άνθρωποι. Απλώς σάρκινα αντικείμενα που μπορούν να στρεβλώσουν, να κακοποιήσουν, επειδή δεν είναι κοινωνικώς αποδεκτό να απλώσουν το χέρι τους σε γυναίκες. Ο Βίκτωρας είναι βέβαιος ότι γυναίκες φαντασιώνονται όσο πηδάνε κι όσο χτυπάνε τα αγόρια που τα σπρώχνει η ανάγκη να στραφούν σ' αυτούς. Υποκριτές- το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς γι' αυτά τα κτήνη.

Όσο η ώρα περνά, τόσο το μαγαζί γεμίζει. Περισσότεροι νεαροί άντρες, περισσότερο θλιμμένοι. Κι άλλοι ώριμοι, λιγότεροι μεν, αλλά θυμωμένοι. Ένας απ' αυτούς πλησιάζει τον Βίκτωρα. Εκείνος, ευγενικά, αρνείται.

Με μερικούς γρήγορους υπολογισμούς, και επειδή έτυχε να ακούσει έναν από τους ώριμους άντρες να καυχιέται για τα τραύματα που προκάλεσε σ' ένα αγόρι που ίσα που έδειχνε δεκαοκτώ και που καθόταν εκείνη την στιγμή στην αγκαλιά του, αποφασίζει πως δεν θα αντέξει εκεί μέσα περισσότερο. Είναι έτοιμος να πλησιάσει έναν από τους στόχους του τάχα αδιάφορα, και βρίσκεται ήδη στα μισά της διαδρομής, όταν κάτι τον σταματάει. Το στομάχι του να βουλιάζει μ' έναν τρόπο που έχει πολύ καιρό να νιώσει, κι η καρδιά του αρχίζει να χτυπάει δυνατά και γρήγορα. Για λίγο παρακολουθεί τις λειτουργίες του ίδιου του του σώματος με δέος, ανίκανος να τις ελέγξει, και του παίρνει καμιά δεκαριά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει ότι, όχι, δεν παθαίνει θερμοπληξία. Είναι το αγόρι που μόλις μπήκε που τον κάνει να αισθάνεται έτσι.

Του φαίνεται τόσο διάφανος, τόσο εύθραυστος, που είναι έτοιμος να σκορπιστεί σε αστερόσκονη. Κι ας δείχνει όπως ένας κοινός θνητός, κι ας μοιάζει με όλα τα υπόλοιπα καταδικασμένα αγόρια στο καταγώγι. Αλλά γύρω του πλανιέται μια μελαγχολία, μια καλά κρυμμένη θλίψη που όμως μπορείς να την δεις να ορμά από τα μάτια του σαν καταρράκτης. Βαθιά και καστανή, όπως το ζευγάρι ίριδες που τον κοιτάζουν με τον ίδιο θαυμασμό που τις κοιτάζει εκείνος. Σιγά σιγά παρατηρεί και το υπόλοιπο πρόσωπο. Χλωμό, με μαλακές καστανόξανθες μπούκλες που του πέφτουν στα μάτια, καθαρά ζυγωματικά, μάγουλα στραμμένα προς τα μέσα από κάτω τους και χείλια όμορφα, καλοσχηματισμένα. Πολύ λεπτά χαρακτηριστικά για άντρα. Τον Βίκτωρα τον εντυπωσιάζουν.

Μένουν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο λίγο ακόμα, κι έπειτα αρχίζουν να κινούνται αργά σαν να έλκονται. Συνεχίζουν να κοιτάζονται, και ο Βίκτωρας έχει την αίσθηση πως τον διαβάζει, πως τον ξέρει εδώ και πολύ καιρό. Ανοίγουν κι οι δυο τα στόματά τους για να μιλήσουν την ίδια στιγμή, όταν ένας από τους ωριμότερους άντρες σηκώνεται μ' ένα γρύλισμα και τους πλησιάζει. Γραπώνει το αγόρι από το μπράτσο με το μεγάλο χέρι του και το τραβάει προς το μέρος του. Για λίγο ο Βίκτωρας φοβάται πως το αγόρι θα σπάσει.

«Τι τον θέλεις;» ρωτάει ο άντρας με μια ψυχραιμία που δηλώνει και μιαν απειλή από πίσω της.

«Ήρεμα» του λέει το αγόρι, όμως δεν κάνει καμιά κίνηση για να ελευθερωθεί από την λαβή του. «Του χρωστάω χρήματα».

«Πόσα;»

«Ένα κατοστάρικο».

Ο άντρας σφίγγει το λιγνό του πρόσωπο, που αγριεύει περισσότερο μόλις οι μύες τραβιούνται, αφήνει το μπράτσο του και ισιώνει το σακάκι του με μια κίνηση που μαρτυρά την ενόχλησή του σε ολόκληρο το μεγαλείο της. Βγάζει από την εσωτερική του τσέπη ένα δερμάτινο πορτοφόλι, μετράει δυο κολλαριστά πενηντάρικα και τα δίνει με μιαν απότομη κίνηση στον Βίκτωρα. Εκείνος τα παίρνει. Όχι γιατί τα θέλει, αλλά επειδή έχει την αίσθηση πως το αγόρι θα πονέσει αν δεν τα πάρει.

«Δίνε του» λέει ο άντρας και σπρώχνει το αγόρι προς την κατεύθυνση απ' την οποία ήρθε. «Δεν σε θέλω σήμερα».

Εκείνο γυρίζει υπάκουα και ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούν στον δρόμο, και φαίνεται λες κι έχει βάλει την ουρά στα σκέλια. Ο Βίκτωρας το ακολουθεί σαν υπνωτισμένος χωρίς να χάσει χρόνο, και νιώθει το βλέμμα του άντρα στην πλάτη του πριν χαθεί από το οπτικό του πεδίο.

Το αγόρι τον περιμένει επάνω, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του τζιν του. Τον κοιτάζει απολογητικά, με περιέργεια.

«Έλα, παρ' τα» του λέει ο Βίκτωρας, κι εκείνο απλώνει διστακτικά το χέρι για να τραβήξει τα χρήματα από τις άκρες των δακτύλων του.

«Ωραία» λέει πικρά, καθώς τα παραχώνει βαθιά στις τσέπες του. «Τώρα θα αναρωτιέται πού τα βρήκα».

«Ποιος ήταν αυτός ο τύπος;»

Το αγόρι τον κοιτάζει προσεκτικά κι έπειτα σκάει ένα μικρό χαμόγελο.

«Δεν είσαι από 'μας, ε;»

«Όχι».

Στραβώνει για λίγο την μύτη του, και δείχνει να σκέφτεται αν πρέπει να του πει ή όχι.

«Τον αφήνω να με πηδάει και να με κοπανάει σαν να είμαι αθλητικό εξάρτημα και σε αντάλλαγμα το βουλώνω για να μου δίνει χρήματα για ναρκωτικά».

Ο Βίκτωρας δεν είναι έτοιμος για μια τέτοια επίθεση ειλικρίνειας, όμως δεν θέλει να δείξει το πόσο τον σόκαρε η περιγραφή.

«Κάτι σαν sugar daddy;»

«Ναι. Γιατί σε νοιάζει;»

«Είμαι δημοσιογράφος. Προσπαθώ να καλύψω το ζήτημα με τον αληθέστερο δυνατό τρόπο».

«Νομίζεις ότι η κοινωνία ενδιαφέρεται;»

«Όχι, αλλά το ελπίζω».

Το αγόρι γελάει. Του τείνει το χέρι.

«Είμαι ο Φοίνικας. Μπορώ να βοηθήσω».

Ο Βίκτωρας το σφίγγει. Το δέρμα του είναι ζεστό και μαλακό, τον ηλεκτρίζει.

«Βίκτωρας. Θα χαρώ πολύ να συνεργαστούμε».

«Περπάτησε μαζί μου».

Και περπατάνε. Και μιλάνε, γνωρίζονται. Κι αυτά που μαθαίνει ο Βίκτωρας είναι σίγουρος ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να τα ξεχάσει.

Έχει ερωτευτεί. Έχει ερωτευτεί όπως ένας έφηβος, που το μυαλό του κολλάει και η καρδιά του χτυπάει άρρυθμα και που τα πάντα σχετίζονται ανεξαιρέτως με το αντικείμενο του πόθου του. Τις δυο τελευταίες εβδομάδες τα πάντα του είναι ο Φοίνικας· το σώμα του, το μυαλό του, ο χώρος του, το ρεπορτάζ του. Ποτέ του δεν έχει συντάξει καλύτερο ρεπορτάζ. Και γι' αυτό ευθύνεται ο Φοίνικας. Κι ας του προκαλεί αγωνία και εγωισμό και ζήλια. Όπως ακριβώς σ' έναν έφηβο.

Βρίσκονται κάθε μέρα, και σχεδόν κάθε νύχτα πια. Μέσα σε τόσο μικρό διάστημα έχει μάθει τα πάντα, έχει απορροφήσει κάθε του λεπτομέρεια. Το όνομα που του έδωσαν οι γονείς του και που το άλλαξε, τόσο από ντροπή όσο κι επειδή του αρέσει η ιστορία του μυθολογικού πουλιού· θέλει κι αυτός να καεί και να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες του. Ότι σπουδάζει στο τμήμα θεατρικών σπουδών, ότι, για κάποιον λόγο, του αρέσουν τα φασολάκια, ότι είναι είκοσι τριών ετών κι ότι, αν μη τι άλλο, έχει αναρίθμητα, άπειρα όνειρα.

Βρίσκονται κάθε νύχτα, εκτός κι αν τον Φοίνικα τον χρειάζεται το Αφεντικό. Και, όταν τον χρειάζεται, ο Βίκτωρας δεν μπορεί να κοιμηθεί από την φρίκη και τη ζήλια του. Και την επόμενη βλέπει κι άλλους μώλωπες στο κορμί του, κι άλλες γρατζουνιές, κι άλλες ενδείξεις λύσσας. Ούτε να φανταστεί δεν θέλει τι θα απογίνει ο Φοίνικας αν το Αφεντικό μάθει ότι δεν είναι πια αποκλειστικά δικός του.

«Ονειρεύομαι, καμιά φορά» του είπε ο Φοίνικας ένα βράδυ, όσο εκείνος απίθωνε φιλιά σε κάθε μώλωπα του κορμιού του. «Φαντάζομαι ότι θα σταματήσω κάποτε να χρειάζομαι κοκαΐνη, ότι θα σταματήσω να έχω ανάγκη το Αφεντικό για να μπορώ να την έχω, κι ότι θα ανοίξω, κάπως, ένα μαγαζί με βινύλια. Και θα είμαι μαζί σου, και θα είμαι ελεύθερος, κι αυτό θα με κάνει ευτυχισμένο. Αλλά ξέρεις τι είναι αυτά;»

Η φωνή του έτρεμε και είχε βαρύνει τώρα που ο Βίκτωρας περνούσε τα χείλη του από τις γρατζουνιές ψηλά στο εσωτερικό των μηρών του. Σήκωσε το βλέμμα του για να συναντήσει του Φοίνικα, και είδε έναν ενθουσιασμό και μια λάμψη να τακιμιάζουν στις καφετιές του ίριδες.

«Τι είναι;» τον ρώτησε.

«Είναι όνειρα από αστερόσκονη».

Ο Βίκτωρας σταμάτησε να ασχολείται με τα τραύματα και ξάπλωσε δίπλα του στο στρώμα, και τον ένιωσε αμέσως να τυλίγει τα χέρια του γύρω απ' τον κορμό του και να κουρνιάζει στο στέρνο του, κι ας υπέφεραν κι οι δυο από την ζέστη. Κι εκείνος έπιασε να χαϊδεύει τις ξανθές του μπούκλες, αρχίζοντας να συνειδητοποιεί πόσο επικίνδυνα μισεί αυτό το Αφεντικό.

Αυτό που υποψιάζεται – ή, μάλλον, αυτό που έχει καταλάβει –, είναι ότι ο Φοίνικας δεν χρειάζεται πια την κοκαΐνη για τον λόγο που την είχε ανάγκη όταν ήρθε σε επαφή μαζί της για πρώτη φορά. Τώρα την χρειάζεται για να αντέξει αυτά που του κάνει το Αφεντικό. Για να πνίξει τον πόνο από τα τραύματα και την αηδία του να συνεβρίσκεται με κάποιον που δεν αγαπάει.

Δεν του έχει μιλήσει ποτέ για το τι σκέφτεται. Είναι ένα ευαίσθητο σημείο του που δεν θέλει να ερεθίσει. Αλλά το αναμασάει, και έχει την εντύπωση ότι μέσα του το δουλεύει κι ο ίδιος ο Φοίνικας. Άρχισε να το βλέπει στην συμπεριφορά του μια εβδομάδα αφότου άρχισαν να κοιμούνται μαζί.

Και, παρόλα αυτά, ξαφνιάστηκε όταν του είπε ότι πρόκειται σύντομα να ανακοινώσει στο Αφεντικό ότι δεν το χρειάζεται άλλο. Θέλει να σταματήσει την κοκαΐνη. Θέλει να σταματήσει να βλέπει το Αφεντικό. Θέλει να γίνει φυσιολογικός.

Ο Βίκτωρας τον ενθαρρύνει στην επιλογή του. Θέλει να είναι μαζί του χωρίς να ζηλεύει, χωρίς να φοβάται. Θέλει να είναι και οι δυο τους ελεύθεροι.

Αλλά τώρα, περασμένα μεσάνυχτα, κι αφότου ο Φοίνικας του ανακοίνωσε μερικές ώρες πριν ότι σήμερα θα ξεφορτωθεί το Αφεντικό, ο Βίκτωρας κάθεται πιο ξύπνιος από ποτέ με το στομάχι του να συστρέφεται από την αγωνία. Δεν θα έπρεπε να έχει πια επικοινωνήσει; Δεν θα έπρεπε να έχει τελειώσει τώρα με το Αφεντικό;

Του τηλεφωνεί πολλές φορές πριν πάρει την απόφαση να τον βρει στο μικρό του διαμέρισμα. Κάθε κλήση αποτυχημένη. Δεν μπορεί σχεδόν να αναπνεύσει από τον τρόμο του. Αλλά δεν θέλει να καλέσει την αστυνομία πριν σιγουρευτεί ότι όντως υπάρχει κίνδυνος.

Όταν φτάνει μπροστά στην πολυκατοικία με την αρχιτεκτονική της δεκαετίας του '20, συνειδητοποιεί ότι δεν έχει τρόπο να μπει μέσα. Σκέφτεται να χτυπήσει το κουδούνι, όμως τον αποτρέπει το γεγονός ότι, αν το Αφεντικό είναι μέσα, θα κινδυνεύσει περισσότερο και ο Φοίνικας αλλά και ο ίδιος. Πιέζει ένα τυχαίο κουδούνι από τα υπόλοιπα, και, προς μεγάλη του έκπληξη, ο ιδιοκτήτης του ανοίγει.

Το καταλαβαίνει πως κάτι δεν είναι καλά από την στιγμή που ξεχύνεται στο κλιμακοστάσιο. Ακούει πνιχτούς ρυθμικούς θορύβους και αδύναμα σουρσίματα, και, όταν φτάνει στον δεύτερο όροφο, η πόρτα του διαμερίσματος του Φοίνικα είναι μισάνοιχτη˙ έχει σπάσει.

Εισβάλλει στην γκαρσονιέρα χωρίς να το πολυσκεφτεί. Και δεν το μετανιώνει όταν συνειδητοποιεί το τι βλέπει. Το Αφεντικό δεν έχει αφήσει τίποτα όρθιο, η οργή του τον έχει κάνει να αφηνιάσει. Τα πάντα είναι πεσμένα, γερμένα ή σπασμένα. Όλα εκτός από τον καθρέπτη της φθαρμένης τουαλέτας.

Ο Φοίνικας είναι πεσμένος σε μιαν άκρη, η αριστερή πλευρά του προσώπου του γεμάτη αίμα. Είναι κουλουριασμένος στο πλευρό του και προσπαθεί να προστατεύσει το κεφάλι του σκεπάζοντάς το με τα χέρια του. Φαίνεται να έχει πάθει ζημιά στον έναν του καρπό. Τα μπράτσα και ο λαιμός του είναι γεμάτα μελανιές.

Το Αφεντικό στέκεται μπροστά του, εντελώς εξαγριωμένο. Στο χέρι του σφίγγει το φαρδύ πόδι μιας από τις καρέκλες που έσπασε και το κατεβάζει επάνω στο αγόρι απανωτά. Στοχεύει στο κεφάλι.

Θα τον σκοτώσει.

Ο Βίκτωρας δεν το σκέφτεται πολύ. Αρπάζει την καρέκλα με τα τρία πόδια που είναι πεσμένη κοντά του, και, με όλο το μίσος που αισθάνεται για τον άντρα μπροστά του και που βράζει στις φλέβες του τραβώντας πίσω την λογική, την κατεβάζει αποφασιστικά επάνω του.

Ακούγεται ένα φρικτό τρίξιμο που δεν έρχεται από το διαλυμένο έπιπλο. Η καρέκλα βρήκε το αφεντικό με την αιχμηρή γωνιά της στον κρόταφο. Δυο ασταθή βήματα προς τα πίσω και το Αφεντικό σωριάζεται άτσαλα μισός στον τριμμένο καναπέ και μισός στο πάτωμα.

Ο Φοίνικας κατεβάζει τα χέρια απ' το κεφάλι. Στηρίζεται στον ένα του αγκώνα και απλώνει το άλλο στον Βίκτωρα. Εκείνος γονατίζει κοντά του χωρίς να μπορεί να πάρει τα μάτια του από τον άντρα. Το κεφάλι του έχει παραμορφωθεί, έχει γίνει κομμάτια. Μελανιάζει από μέσα αλλά δεν τρέχει αίμα. Μόνο ελάχιστο, από το στόμα.

«Αυτό είναι τόσο... Τόσο λάθος» ψελλίζει με κόπο, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, νιώθει καλά. Νιώθει ελεύθερος. Ελεύθερος και χαμένος.

«Όχι, δεν είναι» μουρμουρίζει ο Φοίνικας, και ο Βίκτωρας γυρίζει κι αντικρίζει έκπληκτος το τραυματισμένο του πρόσωπο. Χριστέ μου, θα τον σκότωνε. «Δεν είναι», λέει ξανά, κι αρχίζει αργά να κλαίει. Αγγίζει το πρόσωπό του με το χέρι που δεν είναι σπασμένο, κι εκείνος νιώθει να χαλαρώνει κάτω από το άγγιγμά του. «Με έσωσες. Το έκανες επειδή μ' αγαπάς. Δεν είναι λάθος» παίρνει μια βαθιά ανάσα, και σ' όλο του το πρόσωπο ζωγραφίζονται ανακούφιση και πόνος μαζί. «Πώς μπορεί να είναι λάθος; Δεν θα το έκανες αν δεν μ' αγαπούσες. Μου έδωσες αξία. Με κατάλαβες και με ένιωσες και μ' αγάπησες κι οδηγήθηκες απ' αυτό».

Ο Βίκτωρας δακρύζει κι αυτός. Πώς μπορεί να νιώθει ευτυχισμένος μια τέτοια στιγμή; Ο Φοίνικας τον αγγίζει ξανά. Είναι διαλυμένος αλλά προσπαθεί να τον παρηγορήσει. Δεν έχει τίποτα αλλά θέλει να του δώσει κάτι, θέλει να του δώσει πολλά. Και το νιώθει πως το αγόρι έχει δίκιο. Και το πιστεύει. Δεν θα το έκανε αλλιώς. Αλλά τώρα έπρεπε να κάνει ό,τι έκανε, αλλιώς, κατά μία έννοια, θα πέθαινε κι αυτός.

Γονατίζει δίπλα του και παίρνει τον Φοίνικα στην αγκαλιά του.

«Θα το φτιάξουμε» του λέει, και σκέφτεται μόνο ότι τον έχει κοντά του, πως τον αγγίζει και πως νιώθει την ανάσα του.

«Ναι, θα το φτιάξουμε» του απαντάει εκείνος, και νιώθει τα χέρια του να τυλίγονται αδύναμα γύρω από τη μέση του.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen2U.Pro