[1] Λίλιμπεθ Έβερς

Màu nền
Font chữ
Font size
Chiều cao dòng

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2012 

Ανέκαθεν το δάσος φάνταζε άγριο, αφιλόξενο στα μάτια της. Και οι γονείς της δεν κουράζονταν να της το επαναλαμβάνουν, ασχέτως που κι εκείνοι δεν γνώριζαν τον λόγο. Βέβαια, το γεγονός ότι οι επιτροπές που στάλθηκαν στα βάθη του είτε για να επιβεβαιώσουν την επικίνδυνη ή ακίνδυνη φύση του, είτε για να αναζητήσουν άτομα που χάθηκαν ανάμεσα στους λόφους και τα δέντρα του δεν επέστρεψαν ποτέ για να μοιραστούν με την κυβέρνηση τις εκτιμήσεις τους, επρόκειτο πλέον για ένα κοινό μυστικό. Ή, καλύτερα, για ένα κοινό μυστικό που κανένας δεν δίσταζε να συζητήσει ανοιχτά.

Η ίδια θυμόταν καθαρά εκείνη την εποχή που ο πατέρας της στάλθηκε σε έναν πρόχειρο καταυλισμό χρηματοδοτούμενο από την τοπική διοίκηση, στα πλαίσια της έναρξης του οράματος εξάπλωσης του Κιάπονσκανς ως ένα σημείο στα βάθη της δασικής έκτασης που το περικύκλωνε. Ο Ντάριους Έβερς είχε λείψει για περίπου τρεις εβδομάδες, και, όταν επέστρεψε, γρηγορότερα από το κανονισμένο επειδή ένα από τα μέλη της αρχιτεκτονικής ομάδας που είχε συγκροτήσει εξαφανίστηκε από τον καταυλισμό, ήταν τόσο κλονισμένος και τόσο τρομοκρατημένος, που η σύζυγός του ακόμη επέμενε πως υπέφερε από μετατραυματικό στρες. Και η αλλαγή του ήταν τόσο αισθητή, που θυμόταν το περιστατικό ακόμη και η ίδια. Παρόλο που όταν συνέβη δεν πρέπει να είχε περάσει την ηλικία των πέντε ετών.

Πέραν του περιστατικού με τον πατέρα της, πού και πού άκουγε και για τους αγνοούμενους. Όταν χανόταν κάποιος, δηλαδή γύρω στις έξι φορές τον χρόνο, ήταν βέβαιο πως θα τον ακολουθούσαν και τέσσερα-πέντε άτομα από τις σωστικές αποστολές της Άμεσης Δράσης που κατέληγαν, πάντοτε χωρίς λόγο, απευθείας στα σαγόνια του λύκου. Η κυβέρνηση δεν μάθαινε. Έστελνε μονίμως χρήσιμους επαγγελματίες στο κατόπι των εξαφανισμένων, σαν να ήθελε να συγκροτήσει μια νεκρική συνοδεία. Μην πάει μόνος κάποιος άκλαυτος. Ας πάει και μισή ποδοσφαιρική ομάδα μαζί του.

Οι γονείς της είχαν την τάση να κρύβουν τις εφημερίδες, να κλείνουν τα ραδιόφωνα και να αποσυνδέουν την τηλεόραση όταν χανόταν κάποιος. Λες και η Λίλιμπεθ δεν μάθαινε τα κουτσομπολιά από το σχολείο, λες και δεν είχε δικό της υπολογιστή για να ακούσει τα νέα από μόνη της. Η στάση του Ντάριους και της Άλβα της είχε προξενήσει ένα αρρωστημένο σχεδόν ενδιαφέρον για οτιδήποτε είχε σχέση με το δάσος, γι' αυτό και τώρα οι πρεσβύτεροι Έβερς ετοιμάζονταν να γευτούν την πίκρα της ίδιας τους της υπερπροστατευτικής αγάπης.

Επειδή δεν μπορούσε να συγκρατήσει την περιέργειά της, ειδικά μιας και επρόκειτο για μια μοναδική ευκαιρία, είχε αναζητήσει πληροφορίες για τη νέα Σχολή Πειραματικών Σπουδών του Κιάπονσκανς. Όλοι διέθεταν μια άποψη γι' αυτό το εναλλακτικό πανεπιστήμιο, κυρίως επειδή ήταν χτισμένο και λειτουργούσε βαθιά στο δάσος. Αρκετά μακριά, εν ολίγοις, έτσι ώστε αν συνέβαινε οτιδήποτε απειλητικό προς τη σωματική ακεραιότητα των φοιτητών, οι ένοικοί της να μην είναι σε θέση να επιστρέψουν στο Κιάπονσκανς με τα πόδια. Παρόλα αυτά, όπως και πολλοί άλλοι που οι γονείς τους προσπαθούσαν να αγνοήσουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο, είχε γοητευτεί από τις εικόνες που εκτίθεντο, πλαισιωμένες από τις περίοπτες γοτθικοφέρουσες κορνίζες τους, στην σελίδα της σχολής στο διαδίκτυο.

Παγωμένοι πέτρινοι διάδρομοι, φωτισμένοι από χοντρά κεριά μέσα σε περίτεχνες γοτθικές καμάρες, ευρύχωρα δωμάτια εξοπλισμένα με βαριά έπιπλα από ξύλο, πελώρια τοξωτά παράθυρα με θέα στο αχανές πράσινο του δάσους και μπαρόκ προσόψεις καλυμμένες από άγρια αναρριχητικά φυτά: εικόνες που έκαναν την καρδιά της να βροντοχτυπάει και να τρεμουλιάζει από επιθυμία. Κάτι που, σε συνδυασμό με την αρχική της εμμονή, την οδήγησε στην απόφασή της.

Είχε κουβεντιάσει πολλές ώρες την ιδέα της με τον Ντάντε Ρίεσσεν. Το ανυπότακτο αγόρι που δεκαπέντε από τα δεκαοκτώ χρόνια της ζωής τους τη συντρόφευε σε κάθε της επιλογή, συμφώνησε, μετά από λίγη σκέψη, να την ακολουθήσει και εκτός του Κιάπονσκανς. Μέσα από ένα διεξοδικό ντιμπέιτ αποφάσισαν πως το σοφότερο θα ήταν να δοκιμάσουν τη σχολή για ένα ακαδημαϊκό έτος, εκείνη επειδή δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει με την ζωή της και εκείνος, που είχε μεν καταλήξει πως ήθελε να γίνει ιστορικός τέχνης, επειδή χρειαζόταν χρόνο για να κατασταλάξει στο αν θα σπούδαζε στο Ελσίνκι ή στο εξωτερικό. Παραδέχτηκαν, επιπλέον, ότι είχαν ανάγκη να ξεφύγουν από την απαιτητική τους καθημερινότητα. Η Λίλιμπεθ για να απομακρυνθεί λίγο από το υπερπροστατευτικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, και ο Ντάντε για να ξεφορτωθεί το άγχος που ποτέ δεν σταμάτησαν να του δημιουργούν οι δικοί του αδιάφοροι γονείς.

Αυτή η απόφαση είχε ως αποτέλεσμα την κατάσταση στην οποία βρισκόταν από το περασμένο βράδυ: η ζωή της είχε μετατραπεί στην παρωδία μιας συνεχούς προσπάθειας, που την ήθελε να στριμώχνει όλα της τα ρούχα σε μια μετρίου μεγέθους βαλίτσα. Όταν τα κατάφερε, περίπου δεκαπέντε ώρες μετά την στιγμή που ξεκίνησε, κάθισε στην άκρη του προσεκτικά στρωμένου της κρεβατιού και πήρε το κινητό της στα χέρια της. Αναστέναξε όταν θυμήθηκε πως για ένα χρόνο θα της ήταν εντελώς άχρηστο, δεδομένου ότι, όπως αναγραφόταν λεπτομερώς και στην ιστοσελίδα της σχολής, ούτε υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας ήταν διαθέσιμη αλλά ούτε και ρεύμα. Σωστά, το κτήριο δεν είχε ρεύμα. Ο χώρος αντλούσε τον φωτισμό του από τον ήλιο, εξ ου και η μπαρόκ αρχιτεκτονική, και την λάμψη των κεριών όταν έπεφτε το σκοτάδι.

Ήταν όμως προετοιμασμένη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο λόγος για τον οποίο η επέκταση της πόλης στο δάσος καθίστατο στην ουσία αδύνατη, ήταν ότι, για λόγους που ακόμη βρίσκονταν υπό συζήτηση, δεν ήταν εφικτή η χρήση του ηλεκτρισμού. Ένας αριθμός κτηρίων είχε μείνει ημιτελής στα προάστια του Κιάπονσκανς, λίγο πριν τους πρόποδες του δάσους, ακριβώς επειδή στο σημείο που αποψιλώθηκε για την κατασκευή τους ήταν αδύνατη η αναπαραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Βέβαια, ίσως υποκινημένη από την εμμονή της, ήταν σε θέση να δει τα πλεονεκτήματα μιας βραχύχρονης ηλεκτρονικής αποτοξίνωσης. Και, εκτός αυτού, ο Ντάντε ήταν πραγματικά ενθουσιασμένος με την προοπτική του να μην χρησιμοποιεί τις κοινωνικά απαραίτητες ηλεκτρονικές συσκευές του. Μισούσε τόσο πολύ τα κινητά, που το δικό του μοντέλο ήταν μια μαύρη καρικατούρα με μικρή οθόνη και κουμπάκια που πρέπει να τοποθετούνταν χρονολογικά στο 2004.

Αλλά ούτε αυτό την ενδιέφερε.

Αφού τσέκαρε μια τελευταία φορά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, απενεργοποίησε την δική της σύγχρονη συσκευή και την ακούμπησε πάνω στο τακτοποιημένο γραφείο της. Δεν μετάνιωνε την απόφασή τους· όχι, ούτε δευτερόλεπτο. Σηκώθηκε και τράβηξε από την κρεμάστρα πίσω από την πόρτα της το μοναδικό ρούχο που υπήρχε πλέον σε ολόκληρη την κρεβατοκάμαρα, και αφού το τίναξε ασυναίσθητα το φόρεσε βιαστικά. Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη και θαύμασε για άλλη μια φορά το ωραίο δερμάτινο τζάκετ που βρήκε σε τιμή προσφοράς στο Tiger of Sweden. Χαμογέλασε στον εαυτό της με μια δόση αυταρέσεκειας έτσι όπως τίναζε και τις μακριές της τζίβες για να ξετρυπώσουν απ' τον γιακά, και τις παρακολούθησε με ευχαρίστηση να πέφτουν στην πλάτη της σαν μαύρος καταρράχτης.

Στριφογύρισε λίγο μπροστά στο καθρέπτη και, όταν ένιωσε ικανοποιημένη με την εμφάνισή της, ψέκασε μια ιδέα αρώματος στους καρπούς και πίσω από τα αυτιά, κι έσφιξε τα λουριά του μαύρου σακιδίου της με τα μικροσκοπικά ψυχεδελικά μοτίβα για να το περάσει στην πλάτη της. Χοροπήδησε μέχρι τον καθρέπτη και το εξέτασε. Έδειχνε αξιοθαύμαστα ξεφούσκωτο, σαν μια συνηθισμένη, καθημερινή τσάντα. Με τίποτα δεν αντιπροσώπευε την πραγματικότητα, κατά την οποία περιείχε πράγματα όπως το αγαπημένο της λούτρινο αρκουδάκι.

Έπιασε τη βαλίτσα της και την έσυρε προσεκτικά έξω από το δωμάτιο, για να συναντήσει τους γονείς της στο καθιστικό και να τους χαιρετήσει. Δεν αποθαρρύνθηκε ούτε σπιθαμή μόλις είδε τον Ντάριους και την Άλβα Έβερς να στέκονται προσοχή μπροστά από τους καναπέδες, σαν να αποχαιρετούσαν για πάντα την τεφροδόχο ενός πολύ αγαπημένου φίλου. Αφού χαχάνισε μέσα της, πλησίασε τον πατέρα της και τύλιξε σφιχτά τα αδύνατα μπράτσα της γύρω από τον κορμό του. Ο Ντάριους ανταπέδωσε πρόθυμα την αγκαλιά, κι άφησε, κάπως παραιτημένος, ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπό της.

«Εξακολουθώ να μην είμαι εντάξει μ' αυτό» μουρμούρισε τρίβοντας το αξύριστο πηγούνι του, όταν η Λίλιμπεθ τον άφηνε για να χαιρετήσει τη μητέρα της.

«Μην το κάνεις θέμα, μπαμπά. Θα είμαι μια χαρά. Μαζί με τον Ντάντε». Όταν είδε πως αυτό δεν τον καθησύχασε ιδιαίτερα, έσπευσε να προβάλλει το σύνολο έτσι ώστε να εξυπηρετεί το συμφέρον της. «Άλλωστε, τόσοι φοιτητές τα έβγαλαν πέρα για δύο ολόκληρα χρόνια. Γιατί να μην μπορέσω εγώ;»

Ο Ντάριους αντάλλαξε ένα βιαστικό βλέμμα με την Άλβα, που δεν είχε αφήσει ακόμη την κόρη της από την αγκαλιά της. Η Λίλιμπεθ κατάλαβε πως ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν μια μακροσκελή έκθεση επιχειρημάτων που θα αποθάρρυναν τη φοίτησή της στη Σχολή Πειραματικών Σπουδών του Κιάπονσκανς, οπότε έσπευσε να τραβηχτεί από το αγκάλιασμα της Άλβα.

«Δεν θα πάθω τίποτα. Αλήθεια. Θα σας στέλνω και γράμματα. Θα σας λέω πόσο υπέροχα περνάω!» χάρισε και στους δύο ένα χαμόγελο όλο δόντια, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και γράπωσε τη λαβή της βαλίτσας της. «Τώρα όμως πρέπει να φύγω, γιατί ο Ντάντε θα με περιμένει. Και θα μου φωνάξει που άργησα».

Έσυρε ανέμελα τη βαλίτσα της ως την πόρτα του διαμερίσματος, που για καλή της τύχη ήταν ξεκλείδωτη, και φύσηξε στον καθένα τους από ένα πεταχτό φιλί. Επέτρεψε στον εαυτό της να ανασάνει μόνο όταν διάβηκε το κατώφλι. Δεν της άρεσε που οι γονείς της δεν ενέκριναν την επιλογή της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο για να τους ευχαριστήσει. Έπρεπε να αρχίσει να ζει για τον εαυτό της. Άλλωστε δεν πίστευε πως τους δυσαρέστησε ποτέ.

Κατέβηκε δύο ορόφους από τις σκάλες, χτυπώντας τη βαλίτσα πίσω της σε κάθε σκαλοπάτι. Δεν είχε ταράξει ποτέ αυτό το κτήριο όλον αυτόν τον καιρό που του γέμιζε τα τούβλινα σωθικά, οπότε γρήγορα αποφάσισε πως έφτασε ο καιρός να το κάνει. Ευχαριστήθηκε πραγματικά την φασαρία. Όταν κατέβηκε στο ισόγειο πλησίασε αθόρυβα τη βαριά σιδερένια πόρτα, και κοίταξε προσεκτικά έξω από το κυκλικό φινιστρίνι της. Όπως το περίμενε. Ο Ντάντε είχε ήδη φτάσει.

Καθόταν στο μαρμάρινο σκαλοπάτι με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος της. Φορούσε εκείνο το αιώνιο φαρδύ μαύρο πουλόβερ που είχε αγοράσει μαζί της όταν ήταν δεκαέξι και που, παρόλο που το ύψος του απείχε ελάχιστα από το ένα και ενενήντα, του έπεφτε ακόμη μεγάλο. Είχε τα μαύρα του μαλλιά λυτά - η Λίλιμπεθ υπέθεσε πως δεν τα μάζεψε στο σύνηθες κοτσιδάκι για να εκνευρίσει τους δικούς του - και κάπνιζε αργά ένα τσιγάρο. Κοιτούσε τον δρόμο μ' ένα ύφος ονειροπαρμένο, σαν να ήταν εντελώς χαμένος στις σκέψεις του. Έτσι όπως τον έβλεπε από πίσω ξεχώριζε την ίσα του μυτούλα, που την είχε κληρονομήσει απ' την μητέρα του και που ήταν χαριτωμένα στην άκρη της στραμμένη προς τα πάνω, πίσω από ένα κοφτερό ζυγωματικό που ήταν σαν της φώναζε πως είχε χάσει βάρος. Δίπλα του είχε ακουμπήσει έναν ταξιδιωτικό σάκο, που σε συνδυασμό με το φαρδύ πουλόβερ και το τριμμένο τζιν θα έδιναν την εντύπωση τσιγγάνου στο άμαθο μάτι. Στο άμαθο, γιατί την πρώτη φορά που πήγε να χρησιμοποιήσει την εικόνα του εναντίον του, εκείνος της απάντησε χαρακτηριστικά: «Έτσι ασπρουλιάρηδες είναι οι Λάπωνες, Λίλι. Όχι οι τσιγγάνοι». Και είχε δίκιο. Ο Ντάντε έμοιαζε, με τα μαύρα του μαλλιά και το κατάλευκο δέρμα, σαν να είχε ξεπηδήσει κατευθείαν από την μεσαιωνική Λαπωνία.

«Κοίτα, τον βλάκα!» τον χαιρέτησε χαρωπά. «Κάθεται μέσα στην μέση σαν τον άστεγο».

Ο Ντάντε της έριξε ένα δυσαρεστημένο βλέμμα κι εκείνη συμμορφώθηκε. Κάτι τον απασχολούσε. Άλλες φορές θα ανταπέδιδε με κάτι ανάλογο την χαιρετούρα της.

«Τρέχει κάτι;»

Ναι, τώρα το έβλεπε. Ήταν όντως τσατισμένος. Τα μαύρα του φρύδια, αξιοσημείωτα καλοσχηματισμένα για άντρα, είχαν σμίξει σαν να μύριζε σκατά. Είχε σουφρώσει κι εκείνη την μύτη που του έδινε μια κάπως θηλυπρεπή νότα, και τώρα το λιγνό του πρόσωπο ανταγωνιζόταν επάξια σε ξινίλα τον κινηματογραφικό Ντράκο Μαλφόι.

«Τσακώθηκα με τους γονείς μου. Αρκετά άσχημα» ξεκίνησε, κι άρχισε να σηκώνεται όρθιος. «Δεν άντεχα άλλο, αντιμίλησα. Τόσα χρόνια ανεχόμουν τα πάντα. Ήταν έτοιμοι πάλι να αρχίσουν για τα μαλλιά μου και δεν ξέρω πώς μου 'ρθε, απλώς έσκασα. Άρχισα να τους αναλύω όλα μου τα παράπονα. Δεν εγκρίνουν τίποτα απ' όσα κάνω. Παραπονιούνται για όλα. Μου λένε πως καταστρέφω το μέλλον μου με την συμπεριφορά μου. Ποια συμπεριφορά, Λίλι; Δεν έχω κάνει τίποτα κακό, είμαι μονίμως ήσυχος, συζητάω, ακούω, προσαρμόζομαι... Άντε, μεθάω καμιά φορά, αλλά δεν με βλέπουν. Κι ούτε ξέρουν τα άλλα, περί... Τι περιμένουν από εμένα, δηλαδή; Να έχω τελειώσει το διδακτορικό μου στα είκοσι τρία; Να βρω μια δουλειά που θα με λούζει στο χρήμα στα είκοσι τέσσερα; Να τους γηροκομήσω εδώ και τώρα; Στα σαράντα πέντε τους; Και δεν μπορώ άλλο μ' αυτά τα μαλλιά!» πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά, σήκωσε μια μαύρη τούφα και της την έτεινε επιθετικά. «Έχουν πρόβλημα με τα μαλλιά μου! Δηλαδή τι έχουν; Ο πατέρας μου ήταν χίπης στην ηλικία μου. Εκεί φαντάσου μαλλί! Εμένα είναι απλώς ως τους ώμους. Αλλά τους ενοχλεί, λένε. Θέλουν να το κόψω. Αλλά γιατί; Δεν τους ανήκω, Λίλι».

Η καρδιά της πικράθηκε. Εκείνος την κοιτούσε σαν να την περίμενε να του πει πως έχει άδικο. Όλο έτσι αντιδρούσε όταν μιλούσε για τους γονείς του. Πρώτα παραπονιόταν σαν μικρό παιδί, κι έπειτα την κάρφωνε με τα μάτια του σαν να περίμενε να τον αντικρούσει. Ίσως επειδή αυτό έκαναν οι γονείς του. Πάντα τον παρηγορούσε, πάντα έβρισκε κάτι να του πει, αλλά τώρα δεν ήξερε πώς να τον μαλακώσει. Επιτέλους εξερράγην, είπε στους γονείς του όσα κατάπινε και υπέμενε για χρόνια. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να του δείξει, να τον συμβουλεύσει. Και ήξερε πως κάτι κοινότυπο δεν θα του έφτιαχνε τη διάθεση.

Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι ενθαρρυντικό, αλλά δεν πρόλαβε. Ο Ντάντε κούνησε το κεφάλι του, στήριξε τον σάκο στον ώμο του, χωρίς να δείχνει πως τον ενοχλεί το βάρος του, και άρχισε να περπατάει προς το σημείο συνάντησης των μελλοντικών φοιτητών. Η Λίλιμπεθ άρχισε να σέρνει τη βαλίτσα της δίπλα του, με βιαστικά βήματα για να τον προλαβαίνει. Καλή σκέψη. Λίγο ακόμη και θα αργούσαν.


«Ντάντε; Ντάντε!»

Η Λίλιμπεθ τον σκούντησε λίγο με το δάχτυλό της, κι έπειτα τον παρατήρησε να ανοίγει τα μάτια του. Την κοίταζε ενοχλημένος. Εκείνος! Η ίδια θα έπρεπε να είναι ενοχλημένη, που την παράτησε. Μεταφορικά μεν, αλλά έτσι ήταν. Κοιμόταν καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Βολεμένος σαν βασιλιάς. Είχε τα γόνατά του στερεωμένα στο πίσω μέρος της θέσης μπροστά του, και το κεφάλι του ριγμένο στην πλάτη της δικής του. Αλλά μάλλον τιμωρήθηκε γι' αυτή του την έλλειψη αλτρουισμού. Φαινόταν να έχει πιαστεί άσχημα. Επαλήθευσε τις σκέψεις της όταν άρχισε να αναδεύεται άβολα στο κάθισμά του, τη στιγμή που το λεωφορείο άρχισε να κόβει ταχύτητα. Προσπάθησε να διακρίνει το τοπίο έξω από το παράθυρο αλλά δεν φαινότανε τίποτα. Η νύχτα ήταν χωρίς φεγγάρι, και το φως από τα αστέρια ήταν μάλλον πολύ αδύναμο για να διαπεράσει τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων.

«Δεν φαίνεται τίποτα» μουρμούρισε με ένα βλέμμα απόλυτης έκπληξης, που έκανε την Λίλιμπεθ να γελάσει.

«Μάλλον όχι. Κρίμα που δεν πρόλαβες να δεις έξω καθόλου. Η διαδρομή ήταν πολύ ωραία. Όσο είχε φως, δηλαδή».

«Πόσο βαθιά στο δάσος είμαστε;»

«Δεν έχω ιδέα. Αλλά κρίνοντας από την ώρα που κάναμε για να φτάσουμε, καθόλου κοντά στον πολιτισμό».

Τα υπολόγισε στο μυαλό της. Ήταν επτά ώρες διαδρομή. Στράφηκε να το πει στον Ντάντε, όμως με το που άνοιξε το στόμα της άρχισε να ακούει τρεχούμενο νερό. Το ξανάκλεισε. Ο ήχος δεν ερχόταν από πολύ μακριά τους. Ζούληξε σχεδόν την μύτη της στο παράθυρο για να βρει το ποτάμι, όμως ήταν εκτός του οπτικού της πεδίου. Αν ήταν μπροστά τους, δεν μπορεί, το νερό θα γυάλιζε λίγο· είτε από τα φώτα του λεωφορείου, είτε από την αχνή λάμψη των αστεριών.

Ίσα που πρόλαβε να κάτσει κανονικά πριν το όχημα σταματήσει μ' ένα απότομο φρενάρισμα. Οι προσπάθειες του οδηγού να ενημερώσει τους πρωτοετείς πως ήρθε η ώρα για την αποβίβαση πνίγηκαν άδοξα από τους μεγαλύτερους φοιτητές, που έκαναν σαματά αρπάζοντας τις αποσκευές τους για να προλάβουν να περάσουν πρώτοι από τις πόρτες. Ο Ντάντε σηκώθηκε κι εκείνος, με προσοχή για να μην βροντήξει το κεφάλι του στη χαμηλή οροφή, κατέβασε τον σάκο του και τη βαλίτσα της Λίλιμπεθ από το ράφι αποσκευών και βιάστηκε να κατεβεί από το λεωφορείο.

Κάπως σαστισμένη η Λίλιμπεθ άρπαξε το σακίδιό της με τα κεντητά μοτίβα, το πέρασε στην πλάτη της, γράπωσε τη βαλίτσα της και κατέβηκε βιαστική από το λεωφορείο. Μπορεί και να ένιωθε λιγάκι προδομένη. Ο Ντάντε την είχε παρατήσει δεύτερη φορά μέσα στην ίδια μέρα. Με μια γρήγορη ματιά γύρω της, της ήρθε να φωνάξει όταν κατάλαβε γιατί οι συμφοιτητές της βιάστηκαν τόσο. Ένα μεγάλο πηγαδάκι είχε σχηματιστεί μπροστά από το επιβλητικό πέτρινο κτήριο, από τους φοιτητές που περίμεναν να πάρουν τα κλειδιά για τα δωμάτιά τους. Ο Ντάντε στεκόταν ήσυχα μακριά από τους υπολοίπους, με τον σάκο στα πόδια του κι ένα κλειδί να λαμπυρίζει έτσι όπως το έπαιζε στα δάχτυλά του.

Πέρασαν τουλάχιστον δέκα λεπτά μέχρι να καταφέρει να πάρει το δικό της κλειδί. Ο επιστάτης ήλεγχε τα ονόματα των φοιτητών ένα προς ένα, διάλεγε το κλειδί που αντιστοιχούσε στο εκάστοτε όνομα και έστελνε τα θηλυκά στον τρίτο και τα αρσενικά στον τέταρτο όροφο. Μόλις της έδωσε το δικό της κλειδί, την πληροφόρησε πως οι πρώτοι όροφοι χρησίμευαν ως δωμάτια καθηγητών και αίθουσες διδασκαλίας. Τον ευχαρίστησε και της φάνηκε πως τον λυπήθηκε λίγο. Έπρεπε να πει τα ίδια πράγματα τουλάχιστον καμιά εκατοσταριά φορές.

Όταν έφτασε δίπλα στον Ντάντε, ενοχλημένη από το σπρώξιμο και το ζουζούνισμα των ψιθύρων γύρω της, πολύ κοντά στα αυτιά της, η έκφρασή του την προβλημάτισε. Κοιτούσε το κτήριο από την γκρίζα πέτρα μ' ένα αποδοκιμαστικό συνοφρύωμα, κι έμοιαζε να ψάχνει στην περίτεχνη πρόσοψη κάτι συγκεκριμένο.

«Τι;» τον ρώτησε παραξενευμένη. «Δεν σου γεμίζει το μάτι;»

«Το αντίθετο. Πρόσεξέ το λίγο. Είναι ένα γοτθικοφέρον αντίγραφο από πέτρα του Päärakennus στο Ελσίνκι. Απλώς... ξέρεις. Δεν μου φαίνεται ασφαλές. Βλέπω μόνο ωμά οικοδομικά υλικά. Περίμενα κάγκελα, περιφράξεις, σύρματα, κάτι. Αυτό είναι λειψό, δεν αποπνέει ασφάλεια».

Ξαφνιασμένη με τον εαυτό της που δεν το παρατήρησε και η ίδια, διαπίστωσε πως ο Ντάντε είχε δίκιο. Από αισθητική άποψη ήταν όμορφο, ναι. Ο παραλληλισμός με την πρωτεύουσα σ' αυτή την πιο γοτθική εκδοχή της του έδινε κύρος. Ωστόσο, όχι μόνο δεν υπήρχαν μέτρα για την ασφάλεια, αλλά και το κτήριο, αν και μεγάλο, έστεκε χαμένο στο δάσος, απομακρυσμένο από κάθε είδους βοήθεια, ολότελα αποκομμένο και εκτεθειμένο.

«Είναι έτσι επειδή διαφορετικά θα κατέστρεφε την αρμονία του δάσους».

Η Λίλιμπεθ στράφηκε ξαφνιασμένη στο άκουσμα της άγνωστης φωνής. Δεν είχε συνηθίσει αγνώστους να επεμβαίνουν στις κουβέντες της. Στην προκειμένη περίπτωση δεν την πείραξε. Το κορίτσι που μίλησε ήταν ξανθό και αδύνατο, περίπου στο ύψος της, χωμένο μέσα σε ένα σκουρόχρωμο λουλουδάτο φόρεμα, πάνω από το οποίο είχε ρίξει ένα κρεμ πουλόβερ. Χαμογελούσε προς το μέρος του Ντάντε με τα μάγουλά της κατακόκκινα. Της ήρθε να γελάσει.

«Θα κατέστρεφε την αρμονία του δάσους;» ρώτησε ο Ντάντε δύσπιστα, αρθρώνοντας την κάθε λέξη με κρυστάλλινη καθαρότητα. Το ένα του φρύδι ήταν σηκωμένο και χανόταν κάτω από τα μαλλιά του.

Το κορίτσι χαχάνισε κάπως υστερικά, αλλά σταμάτησε αμέσως.

«Ναι. Η ισορροπία εδώ είναι εύθραυστη, οπότε κοιτάμε να την διατηρούμε. Με λένε Μάριαν, είμαι στο δεύτερο έτος» είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο, τείνοντας το χέρι της προς τον Ντάντε.

«Ντάντε, ξεκινάω το πρώτο» μουρμούρισε μαγκωμένα εκείνος κι έσφιξε το χέρι της. «Αυτή είναι φίλη μου, τη λένε Λίλιμπεθ».

Η Λίλιμπεθ χαιρέτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού, αν και ήταν σίγουρη πως η Μάριαν δεν την είχε καν προσέξει.

«Α... Χάρηκα» έκανε ξερά η κοπέλα και στράφηκε πάλι στον Ντάντε. «Πρέπει να τακτοποιήσω τα πράγματά μου, και για να μην ζοριστείς αργότερα καλό θα ήταν να το κάνεις κι εσύ. Θα σε δω σύντομα!»

Η Λίλιμπεθ παρακολούθησε ξαφνιασμένη την κάπως κωμική φιγούρα της Μάριαν - όχι επειδή ήταν άσχημη ή παράξενη, αλλά επειδή ο ενθουσιασμός της την έκανε να δείχνει έτσι - να σέρνει την πελώρια βαλίτσα της μέχρι την είσοδο με την ρούστικο τεχνοτροπία. Όταν σιγουρεύτηκε πως ήταν αρκετά μακριά για να τους ακούσει, στράφηκε στον Ντάντε και του έκλεισε το μάτι. Ή, καλύτερα, και τα δύο μάτια. Ήταν φρικτή σε κάτι τέτοια κόλπα.

«Δεν είσαι εδώ ούτε μισή ώρα, εντάξει; Κι έχεις να μετράς ήδη μία κατάκτηση!»

«Μα ναι, δες πώς συγκινήθηκα» την αποπήρε εκείνος, πραγματικά παρουσιάζοντας μηδενικό ενδιαφέρον.

Η Λίλιμπεθ αποφάσισε πως γι' αυτό ευθυνόταν το γεγονός ότι η μέρα του δεν είχε ξεκινήσει με τον καλύτερο τρόπο. Φυσιολογικά, θα ήταν ακόμη κακοδιάθετος. Αφήνοντας την απάντησή του ασχολίαστη, ζαλώθηκε ξανά τα μπαγκάζια της κι άρχισε να προχωράει προς το εσωτερικό του κτηρίου. Εκεί που ήταν έτοιμη να κατεβάσει γενεές δεκατέσσερις στον αρχιτέκτονα που αποφάσισε να προσθέσει και τις σκάλες της πρόσοψης σ' αυτή την σκοτεινή εκδοχή του γνωστότερου ακαδημαϊκού κτηρίου της χώρας, ο Ντάντε εμφανίστηκε δίπλα της και ανέβασε την βαλίτσα της μέχρι πάνω. Προσπέρασαν μαζί ένα ευρύχωρο, καλά φωτισμένο αίθριο με ευανάγνωστες ζωφόρους στα αττικά του, κι άρχισαν να ανεβαίνουν αγκομαχώντας - εκείνη δηλαδή· ο Ντάντε δεν ένιωθε - προς τους ορόφους τους. Μπροστά από κάθε κεφαλόσκαλο ήταν τοποθετημένο κι ένα διαφορετικό γλυπτό, και του Ντάντε, ως άξιου εκκολαπτόμενου ιστορικού τέχνης, δεν του ξέφυγε κανένα.

«Τι νούμερο έχεις;» τον ρώτησε όταν έφτασαν στον δεύτερο κι εκείνη σταμάτησε να ανεβαίνει.

«Είμαι στο 315. Αν θελήσεις οτιδήποτε το ξέρεις, απλώς έρχεσαι. Ναι;» την περίμενε να του κουνήσει το κεφάλι καταφατικά, κι έπειτα συνέχισε: «Δεν νομίζω να φάμε σήμερα, οπότε πάω να συνεχίσω τον ύπνο μου. Θα τα πούμε αύριο».

Η Λίλιμπεθ τον καληνύχτισε, αρκετά αφηρημένη για να μην καταλάβει πως κάτι τον απασχολούσε περισσότερο απ' ό,τι πριν, και βάλθηκε να ψάχνει για το δικό της δωμάτιο. Σύντομα κατάλαβε πως υπήρχε μια ακόμη σημαντική διαφορά μεταξύ του Päärakennus του Κιάπονσκανς και του αυθεντικού. Ενώ το αυθεντικό στον δεύτερο όροφο είχε δώδεκα ευρύχωρα αμφιθέατρα σε κάθε πτέρυγα, αυτό εδώ είχε είκοσι μικρά δωμάτια. Η αλλαγή ήταν όμως ενδιαφέρουσα, γιατί το ανώφλι κάθε πόρτας επίστεφε κι ένα μικρό αέτωμα. Σε λίγο έστριβε το κλειδί της και άνοιγε την πόρτα κάτω από ένα αέτωμα με την προσωποποίηση της σελήνης στο κέντρο, κι ένιωθε σαν μικρό παιδί που επρόκειτο να λάβει ένα τεράστιο, πανάκριβο δώρο. Το μόνο που έλαβε εκείνη, ωστόσο, ήταν η αιχμηρή οσμή της κλεισούρας να την απωθεί πριν ακόμη μπει στο δωμάτιο. Έτρεξε αμέσως στο παράθυρο και το άνοιξε διάπλατα. Έπειτα επέστρεψε κι έκλεισε την πόρτα της, βόλεψε τη βαλίτσα της στα πόδια του κρεβατιού και κοίταξε γύρω της. Ο χώρος που της είχε παραχωρηθεί έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από παραμύθι.

Ένα όμορφα στρωμένο ξύλινο κρεβάτι ήταν βαλμένο στην συμβολή των δύο τοίχων μπροστά και δεξιά της, με το προσκέφαλό του κάτω σχεδόν από το παράθυρο· ένα μικρό κομοδίνο ήταν τοποθετημένο ακριβώς δίπλα του, και, στρυμωγμένο ανάμεσα στον αριστερό τοίχο και το εσωτερικό περβάζι, βρισκόταν ένα γραφείο με ταιριαστή καρέκλα. Μια λιγνή δίφυλλη ντουλάπα ορθωνόταν ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι, και δίπλα της η πόρτα του μικρού μπάνιου ήταν ανοιχτή.

Αφού έπιασε την οδοντόβουρτσα και την οδοντόκρεμά της από το σακίδιο, μπήκε στο λουτρό μινιατούρα και άρχισε να βουρτσίζει τα δόντια της μηχανικά. Παρατήρησε πως η ντουζιέρα ήταν στενή και χωρίς κουρτίνα, και συνειρμικά υπολόγισε πως το δωμάτιο ήταν δεν ήταν δέκα τετραγωνικά μέτρα σε έκταση. Με το μπάνιο. Ξέπλενε το στόμα της όταν άκουσε αχνούς θορύβους από το κυρίως δωμάτιο. Άφησε τα πράγματα πάνω στον νιπτήρα και βγήκε βιαστικά από την τουαλέτα.

Δεν κατάφερε να πνίξει μια ξαφνιασμένη κραυγή μόλις είδε ένα πλάσμα, ίσως και άνθρωπο, να πηδάει από το παράθυρό της. Τόσο γρήγορα, τόσο απότομα, που την μορφή του δεν μπορούσε καν στο μυαλό της να την περιγράψει. Είχε φτερά; Δεν είδε, δεν κατάλαβε. Αλλά πώς αλλιώς να έφτασε εκεί πάνω; Έτρεξε στο περβάζι και κοίταξε κάτω εμβρόντητη. Δεν είδε κανέναν. Μόνο το χώμα που μύριζε υγρασία και μερικά έντομα γύρω από ένα κερί πλάι στην πόρτα. Η σκηνή όμως ήταν πολύ ζωντανή για να ανήκει στη φαντασία της. 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen2U.Pro