12. Μία κακή αίσθηση, μία πικρή μεταφορά και 'δουλίτσες'

Màu nền
Font chữ
Font size
Chiều cao dòng

Επιτέλους! Το τελευταίο κουδούνι της ημέρας χτύπησε χαρμόσυνα και οι μαθητές βγήκαν τρεχάτοι έξω από το κτίριο του σχολείου στην αυλή και από εκεί στην είσοδο, όπου πολλά αυτοκίνητα με γονείς και λεωφορεία περίμεναν να τους παραλάβουν και να τους πάνε σπίτια τους.

Ωστόσο η Μέλανι και η Μιράντα συνήθως δεν πήγαιναν σπίτι τους με κάποιο όχημα. Όταν ακόμα πήγαιναν Δημοτικό και ζούσαν κανονικά και ευτυχισμένα, συνήθως πάλι πήγαιναν με τα πόδια, πότε στο σπίτι της μίας, πότε στης άλλης εφόσον ήταν μικρή η απόσταση και όταν είχε καλό καιρό.

Εάν έβρεχε ερχόταν η κυρία Σκάι και τις έπαιρνε με το αυτοκίνητο για να μην ζορίζονται. Υπήρχαν και κάποιες σπάνιες μέρες ωστόσο που ο Μιχαήλ, ο μπαμπάς της Μέλανι, εάν η δουλειά του άφηνε περιθώριο, τις περίμενε και τους έκανε έκπληξη. Γινόταν ολόκληρη τελετή.

Βγαίνανε ανύποπτες οι δύο τους από το Δημοτικό, τον εντόπιζαν να τις περιμένει και τότε η ξανθομάλλα άρχισε να χοροπηδάει και να κουνάει τα χέρια της λες και ήταν ναυαγός κολλημένος σε απόμακρο νησί που προσπαθούσε να τραβήξει τη προσοχή κάποιου περαστικού πλοίου, χαιρετώντας έτσι τον Μιχαήλ.

Που κι αυτός σαν κλασικός χαζομπαμπάς την χαιρέταγε επίσης ξέφρενα. Μετά η Μέλανι άρχιζε να τρέχει προς το μέρος του, με χέρια υψωμένα. Όταν βρισκόταν αρκετά κοντά, πήδαγε ψηλά και ο μπαμπάς της την έπιανε, την σήκωνε στον αέρα λες και ήταν φτερό, τη στριφογύριζε μία ή δύο φορές και την αγκάλιαζε.

"Πώς ήταν η μέρα του κοριτσιού του πιο τυχερού μπαμπά στον κόσμο;!"

Υπήρχαν φορές που η Μέλανι ευχόταν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο να μπορούσε έστω και για μια τελευταία φορά να τον αγκαλιάσει. Να τον κοιτάξει στα καταπράσινα του μάτια, να του χτενίσει, αν και δεν χρειαζόταν ιδιαίτερα, τα κοντά ξανθά μαλλιά του, να φλυαρήσουν.

Να μπορούσε να τον δει να την περιμένει να την παραλάβει από το σχολείο όπως άλλοι γονείς κάνανε με τα παιδιά τους. Και πονούσε σιωπηλά ξέροντας πως αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ ξανά. Ακόμη και ωριμότερη, σχεδόν κάθε φορά που με την Μιράντα βγαίνανε από το Λύκειο.

Βλέποντας γονείς να περιμένουν να παραλάβουν τα παιδιά τους, θυμόταν τον Μιχαήλ, θυμόταν και πως η μαμά της συνήθιζε να την παίρνει σπίτι και πως όπως ήταν η κατάσταση εδώ και χρόνια, πλέον τέτοιες μικρές στιγμές δεν γινόντουσαν.

Πριν το δίδυμο Μ γνωριστεί, η Μιράντα θυμόταν στο προηγούμενο Δημοτικό που πήγαινε πως συνήθως είχε να περιμένει παραπάνω ώρα μέχρι να μπορέσει να έρθει ο ένας από τους δύο γονείς να την παραλάβει. Δεν μοιραζόταν αγκαλιές με κανέναν γονέα, απλώς απαλά χαϊδέματα στο κεφάλι.

Ακόμη και όταν γνωρίστηκε με τη Μέλανι όπου 'νομιμοποίησανε' να μένει σπίτι της μέχρι να τελειώσουν οι γονείς με τη δουλειά, άνοιγε η πόρτα και τους έβλεπε, ερχόταν με συγκρατημένη χαρά καταπάνω τους και πάλι μοιραζόταν μαζί τους χάδια.

Τώρα που βρισκόντουσαν στο Λύκειο και παρότι είχαν ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη από κάποιο μέσο μεταφοράς επειδή το Λύκειο ήταν πιο μακριά από το σπίτι, δεν δέχοταν να πάρουν μέσο. Εκτός του ότι εάν έμπαιναν σε λεωφορείο θα είχαν να αντιμετωπίσουν άλλους μαθητές και τις μαλ*κίες τους, απλώς τους άρεσε να περπατάνε.

Τους έκανε καλό εξάλλου. Και είχαν πολύ παραπάνω χρόνο να φλυαρήσουν και να κάνουν σχέδια, συνήθως σχετικά με το πως να καταστρέψουν τη ζωή όποιου συμμαθητή ή δασκάλου τους έσπασε τα νεύρα περισσότερο.

Υπήρχαν και κάτι άλλες φορές, μάλιστα αρκετά συχνές, που ο Ντάριους γινόταν ακόμη πιο γλυκύτατος τζέντλμαν και πρότεινε στις δύο φίλες να τις πάει σπίτι τους με το κάμπριο του, κάτι που έκανε πολλά κορίτσια να λυσσάνε από τη ζήλια και κακία τους.

Αυτού του είδους η 'εξυπηρέτηση' ξεκίνησε για πρώτη φορά μια συννεφιασμένη μέρα. Απειλούσε να βρέξει σύντομα και όπως κάθε όμορφη σχολική μέρα, οι συμμαθητές των δύο φιλενάδων τις κοροϊδεύανε. Φτωχαδάκια τις ανεβάζανε, ορφανάκια που δεν έχουν γονείς να τις πάρουν τις κατεβάζανε.

Και τότε ο Ντάριους εμφανίστηκε και τους πρότεινε να τις πάει σπίτι τους με το αμάξι του για να μην τις προλάβει η βροχή. Τότε είχε επαρκή γνώση της κατάστασης των κοριτσιών, το γιατί δεν μπορούσε να τις πάρει αυτοκίνητο και καταλάβαινε γιατί δεν έπαιρναν λεωφορείο.

Βγάλανε τον σκασμό κατευθείαν όλοι οι μαθητές τριγύρω. Τα θηλυκά ήταν έτοιμα να εκραγούν από οργή. Η καθεμία σχεδόν θα ήταν πρόθυμη να θυσιάσει χρόνια από τη ζωή της για να κάτσει στο ίδιο αμάξι με τον Ντάριους. Το να βλέπουν τα πιο μισητά κορίτσια να κερδίζουν τόσο εύκολα τέτοια ευκαιρία τις τρέλαινε.

"Τελικά το να είσαι 'φτωχαδάκι' και 'ορφανάκι' προσφέρει ό,τι δεν μπορεί να δώσει σε εσάς τις άλλες ε;" Ρώτησε διακριτικά η Μέλανι και εάν δεν φοβόντουσαν να πάνε φυλακή για ανθρωποκτονία, όλα τα κορίτσια θα χιμούσαν απάνω της να την κόψουν κομμάτια.

Εκείνη η πρώτη βόλτα με το αυτοκίνητο δεν έγινε και η τελευταία. Υπήρξαν κι άλλες φορές που ο Ντάριους καλούσε τα κορίτσια στο αυτοκίνητο, είτε να τις πάει σπίτι, είτε στην πόλη άμα είχανε δουλειές εκεί. Συνήθως στο σπίτι.

"Παρακαλώ, θα είναι μεγάλη μου χαρά να σας εξυπηρετώ έτσι."

Ενώ η Μέλανι ήταν όλα για όλα μέσα να μπαίνει στην αυτοκινητάρα του Ντάριους, η Μιράντα έδειχνε ξεκάθαρα πως δεν ήθελε. Χρειαζόταν πάρα πολύ παρακαλετό μέχρι να πειστεί και τελικά να κάτσει. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι, σχεδόν δεν έβγαζε τσιμουδιά, σαν τον σοφέρ του κάμπριο.

Άμα της απηύθυναν τον λόγο, απαντούσε σχεδόν μονολεκτικά. Οι δύο ξανθοί γλώσσα δεν βάζανε μέσα και φλυαρούσαν ελεύθερα μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Ή μάλλον όχι. Ακόμη και καθώς οι νεαρές κυρίες πήγαιναν να μπουν στο σπίτι.

Η Μέλανι συνέχιζε να χαιρετάει ξέφρενα τον Ντάριους και να μιλάει, ενώ η Μιράντα έπρεπε να σπρώχνει τη φίλη της μπας και έμπαινε επιτέλους στο σπίτι.

"Και μήπως θέλεις να μείνεις μακριά από τον Ντάριους επειδή η χαρούμενη του αύρα σε επηρεάζει;" Την τέσταρε η Μέλανι μία φορά μετά που 'ο πρίγκιπας με την αστραφτερή πανοπλία' τις έφερε σπίτι τους.

"Δεν αισθάνομαι ούτε πιο χαρούμενη ούτε πιο δυστυχισμένη από όσο είμαι συνήθως, είτε είναι κοντά, είτε όχι." Απάντησε τότε σε έναν καταθλιπτικό και ψυχρό τόνο η Μιράντα.

Τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας μετά το σχολείο, τα κορίτσια ετοίμαζαν μεσημεριανό, τρώγανε, ξεκουράζονταν και μετά πηγαίνανε να δουλέψουν. Είχαν θέση σερβιτόρων σε μια μικρή καφετέρια 20 λεπτά μακριά από το σπίτι τους.

Ο ιδιοκτήτης του μέρους ονόματι Μπεν Φλις, ένας γλυκούλικος, μεσήλικος, κοντός και στρουμπουλός άντρας με μαλλάκια πάλλευκα σαν το χιόνι, συμπαθούσε πολύ το δίδυμο Μ και σχεδόν τις είχε σαν εγγονές του.

'Χρυσά μου', 'γλυκούλια μου', 'κοριτσάκια μου' της προσφωνούσε όταν τις έβλεπε να έρχονται να δουλέψουν. Είχε δύο κόρες, παντρεμένες και σε άλλες ηπείρους, κρατούσε ωστόσο επαφή και καλές σχέσεις μαζί τους. Παρά το αθώο και φιλικό παρουσιαστικό του όμως, ο κύριος Φλις δεν ήταν και αδύναμος.

Λεγόταν πως μια φορά που είχε μείνει αργά τη νύχτα στη καφετέρια και είχαν σπάσει την πόρτα κάτι έφηβοι να κάνουν βανδαλισμό νομίζοντας πως το μαγαζί θα ήταν άδειο, τους είχε βγάλει όλους knock out μόνος του και ύστερα κάλεσε την αστυνομία να τους πάρει.

Αυτό που είδαν οι μπάτσοι να τους περιμένει ήταν 6 έφηβοι πεσμένοι μπρούμυτα στο έδαφος, τα χέρια δεμένα πισώπλατα με κολλητική ταινία, σπασμένες μύτες και τον κύριο Φλις πολύ χαλαρά και φιλικά να κρατάει ανοιχτό ένα κουτί με μπισκοτάκια για να προσφέρει στους κυρίους, από αυτά που έφτιαχνε ο ίδιος και ήταν αυτά που έκαναν ιδιαίτερη τη δικιά του καφετέρια.

"Εγώ έκανα αυτό που έπρεπε προτού έρθετε κύριοι του νόμου και προστάτεψα την καφετέρια μου. Τώρα μπορείτε να αναλάβετε εσείς από δω και πέρα όπως ξέρετε. Μπισκοτάκι;"

Από τότε κανένας δεν τόλμησε πότε ξανά να πλησιάσει το μαγαζί του να προκαλέσει προβλήματα. Εξάλλου όπως έλεγε, ο πατέρας του στα νιάτα του ήταν μεγάλος επαγγελματίας μποξέρ και 'πήρε τα γράμματα' από εκείνον.

Το δίδυμο Μ απολάμβανε να δουλεύει μέσα στο περιβάλλον της καφετέριας του. Αν και για όση ώρα δούλευαν το έκαναν με αλλαγμένη εμφάνιση. Φορούσαν περούκες και έβαζαν φακούς επαφής που είχαν αγοράσει.

Πριν από την καφετέρια του κύριου Φλις, δούλευαν σε μια άλλη, πάλι ως σερβιτόρες. Όταν όμως διάφοροι που τις γνώριζαν έμαθαν πως δούλευαν στη συγκεκριμένη καφετέρια, άρχισαν να την στοχοποιούν και προκαλούν κακό, απλώς και μόνο επειδή το δίδυμο Μ δούλευε εκεί.

Δεν χρειάστηκε καν ο ιδιοκτήτης να τους πει πως έπρεπε να πάρουν δρόμο και να μην ξαναγυρίσουν στο μαγαζί. Εάν τα κορίτσια δεν το κάνανε για να φέρνουν επιπλέον λεφτά στο σπίτι και να βοηθήσουν την μαμά τους, δεν θα τις ένοιαζε και τόσο που απολύθηκαν από το μέρος.

Όμως όταν αποφάσισαν να δουλέψουν για τον κύριο Φλις, συμφώνησαν πως δεν έπρεπε να γίνουν λόγος για να καταστραφεί και αποκτήσει κακή φήμη κι άλλο μέρος. Καθώς επίσης να μην προκληθεί τόσο μεγάλη φασαρία που να φτάσει στα αυτιά της Σκάι.

Γιατί δεν το ήξερε πως τα κορίτσια πήγαιναν να δουλέψουν. Και αν το μάθαινε, παρότι δυσκολευόταν να στηρίξει το σπιτικό της, θα τις απέτρεπε από το να ζορίζονται από τόσο νωρίς στη ζωή τους.

Ένας παραπάνω λόγος λοιπόν του γιατί έφευγαν από το σπίτι φορώντας μακριές καφέ περούκες και φακούς επαφής, η Μιράντα καφέ και η Μέλανι έναν πράσινο στο μπλε της μάτι, φεύγοντας από την πίσω πόρτα του σπιτιού για να μην της δει και αναγνωρίσει κάνεις.

Ο κύριος Φλις ήξερε πως και ποιες ήταν πραγματικά, όμως δεν τις αντιπαθούσε, ούτε ανησυχούσε εάν η καφετέρια του αποκτούσε κακή φήμη. Κατανοώντας γιατί μεταμφιέζονταν, τους είχε φτιάξει μάλιστα και ταμπελάκια με ψεύτικα ονόματα.

Μέλανι και Μιράντα για τον έξω κόσμο, Χέιλι και Σάρα όταν γινόντουσαν σερβιτόρες.

"Είστε αξίες. Και θαυμάζω ανθρώπους σαν εσάς που δουλεύουν για να στηρίξουν την οικογένεια τους ανεξάρτητα από το πως σας φέρεται ο κόσμος." Είχε πει ο κύριος Φλις όταν έμαθε γιατί άλλαζαν εμφάνιση πριν έρθουν να δουλέψουν στη καφετέρια του.

"Μέλανι..."

Η ξανθομάλλα σήκωσε κεφάλι καθώς ήταν σε βαθιά σκέψη. Περπατούσε με την Μιράντα προς το σπίτι. Κόντευαν.

"Ναι Μιράντα;"

Παύση. Η μαυρομάλλα κοίταξε προς τα πάνω σιωπηλά προς τον ουρανό για μερικά δευτερόλεπτα προτού κοιτάξει ξανά μπροστά.

"Μπορεί να μην αισθάνομαι, τουλάχιστον πραγματικά συναισθήματα, μα... έχω αυτήν την παράξενη αίσθηση από το πρωί-."

"Αχ, επιτέλους! Αρχίζεις να ερωτεύεσαι τον Ντάριους!" Είπε ενθουσιασμένα η Μέλανι και πήδηξε στον αέρα σαν κατσικάκι.

"Όχι τέτοια αίσθηση." Είπε η Μιράντα χτυπώντας το μέτωπο με την παλάμη της. "Περισσότερο μια πιο... κακή αίσθηση."

"Τι σου λέει αυτή η αίσθηση." Είπε η Μέλανι κάνοντας μουτράκια που δεν γινόταν αυτό που είπε πιο πριν.

"Από το πρωί που είδαμε τα νέα. Με τη συμμορία των Σκιών..."

"Ναι;"

Πάλι παύση. Η Μιράντα έκανε ένα ήρεμο χμμμ προτού κοιτάξει τη Μέλανι κατάματα.

"Παρότι είπαν πως τους έπιασαν, μου ήρθε μια παράξενη αίσθηση πως κάτι κακό θα συμβεί."

Η Μέλανι κοίταξε τη Μιράντα με σηκωμένο φρύδι.

"Πόσο κακή αίσθηση;" Ρώτησε.

"... Δυνατή, πολύ απότομη." Απάντησε η Μιράντα αργά αργά. Η ξανθιά συνέχισε να την κοιτάζει με απορία. Μετά από λίγο όμως χαμογέλασε χαλαρά και τύλιξε το χέρι της γύρω από τους ώμους της Μιράντας.

"Μη φοβού κολλητή. Η Μέλανι Γκρέι είναι εδώ για να καθησυχάσει τις ανησυχίες σου! Τίποτα δεν είναι αρκετά κακό και δύσκολο όταν είμαστε μαζί, το αχτύπητο δίδυμο Μ!" Είπε κεφάτα καθώς πλησίαζαν το σπίτι τους. Η Μιράντα κοίταξε κάτω στο έδαφος, χωρίς να συμμερίζεται ιδιαίτερα την χαλαρότητα της φίλης της, σκεπτική.

~

"Εντάξει; Είναι αυτή η τελευταία αλλαγή που θέλεις να κάνω στη δήλωση;" Ρώτησε η Ντάστιν κοιτώντας την οθόνη του κεντρικού υπολογιστή ενώ είχε ακόμη το κινητό στο αυτί της.

Δείξε μου πως είναι τώρα η δήλωση και θα σου πω εάν είναι η τελευταία αλλαγή

Σύντομα η αλλαγμένη δήλωση είχε σταλεί στον Ανατόλ, ο οποίος μετά από ένα λεπτό σιωπής ξερόβηξε.

Τώρα μπορείς να την στείλεις στο σχολείο

Η Ντάστιν κούνησε το κεφάλι της πάνω κάτω παρότι ήταν μόνη της και δεν είχε τον ψυχίατρο μπροστά της. Ωστόσο δεν έστειλε κατευθείαν τη δήλωση.

"Γιατί ήθελες να αλλάξω τη δήλωση με τον τρόπο που μου είπες; Εκτός από το ότι είπες πως θα με βοηθήσεις."

Αυτό δεν σε αφορά άμεσα και δεν χρειάζεται να προβληματίσεις το μυαλουδάκι σου με αυτό

... δεν θα τον εμπιστευόμουν...

Είχε πει ο Μιγκέλ. Μέχρι τώρα η Ντάστιν δεν είχε πρόβλημα να εμπιστεύεται τη κρίση και γνώμη του Ανατόλ. Και δεν χαλιόταν που ο ψυχίατρος δεν έλεγε πολλά για τον εαυτό του. Όμως φερόταν πολύ παράξενα. Από που κι ως που τσακιζόταν να βοηθήσει με τέτοιο πάθος; Παραήταν... πρόθυμος.

"Από πότε είσαι τόσο πρόθυμος να με βοηθήσεις Ανατόλ; Και γιατί;"

Α ώστε δεν με εμπιστεύεσαι

Σχολίασε ο ψυχίατρος και το μέντιουμ άκουσε το χαμηλό βραχνό του γέλιο από την άλλη άκρη της γραμμής.

Πρόβλεψε μόνη σου Μπερίσα, εάν στ'αλήθεια ξαφνικά το τι θέλω εγώ είναι τόσο πιο σημαντικό από το να βοηθήσεις τα αγόρια σου

"Δεν-!"

Ή μάλλον ξαφνικά αισθάνεσαι τόσο σίγουρη και δεν θέλεις την βοήθεια μου, ε;
Τότε ίσως δεν έπρεπε καν να ακούσεις την συμβουλή μου και να σε αφήσω να βρεις μόνη σου πως θα τα βγάλεις πέρα χωρίς τη βοήθεια κανενός

Εντάξει. Η Ντάστιν μπορούσε εδώ να καταλάβει πανεύκολα πως ο Ανατόλ τώρα γινόταν χειριστικός. Μα και πάλι ήξερε μόνη της πως χρειαζόταν βοήθεια. Με αυτό το συνταρακτικό που της είπε, που ήξερε τι έπρεπε να βρει πιθανότατα, θα τα μούσκευε ίσως σε λιγότερο από μια βδομάδα.

"Καλά καλά. Δεν ξαναρωτάω." Είπε ελαφρώς νευριασμένη. Ο Ανατόλ ξαναγέλασε.

Ορίστε μερικά στοιχεία για το πως θα σε βοηθήσω για να μην γκρινιάζεις
Για αρχή, μπορώ να σε κάνω ευπρόσδεκτη στο σχολείο χωρίς ο διευθυντής του να κάνει πολλές ερωτήσεις
Μπορώ να σου προσφέρω ιδιαίτερη προστασία
Μπορώ να σε κάνω ανέγγιχτη εάν κάποιος σου προκαλέσει πρόβλημα
Και μπορεί ή όχι να γίνω τόσο καλός έτσι ώστε τα αγόρια σου στη φυλακή να μην περάσουν και τόσο άσχημα

Αυτό το τελευταίο έκανε το κινητό σχεδόν να φύγει από τα χέρια της Ντάστιν. Δεν πήγαινε το σχολείο στα κομμάτια;! Τώρα που μίλαγε για τις άλλες Σκιές, ενδιαφερόταν ακόμη περισσότερο.

"Το εννοείς αυτό το τελευταίο;!"

Είπα μπορεί Μπερίσα

"Εάν το έκανες-..." Ετοιμάστηκε να ρωτήσει η Ντάστιν. Μα σταμάτησε.

Ετοιμάστηκες να ρωτήσεις πως θα το έκανα, εάν το κάνω;
Λοιπόν Μπερίσα, όπως εσύ έχεις άλλους 'φίλους', έτσι έχω και εγώ
Πολύ παλιοί φίλοι
Κρατάω όμως ακόμη επαφές μαζί τους
Αυτοί οι 'φίλοι' έχουν περισσότερα μέσα, περισσότερες πληροφορίες για πολλά πράγματα και σίγουρα πολύ καλύτερη 'πειθώ' όταν πάνε να κάνουν κάτι
Περισσότερη από εμένα
Κι όμως, μπορώ να τους ζητήσω μεγάλες χάρες
Ένα τηλεφώνημα αρκεί
Και φυσικά αυτοί οι 'φίλοι' θα παραμείνουν ανώνυμοι
Δεν θα σε ενδιαφέρουν ποιοι είναι και πως είναι
Να σε ενδιαφέρει όμως ότι είναι ικανοί να πετύχουν τον στόχο τους

Η Ντάστιν άκουγε έκπληκτη.

"Δεν με δουλεύεις έτσι;!" Ρώτησε και ο ψυχίατρος γέλασε.

Ακόμη και εγώ θα αισθανόμουν άσχημα εάν σου έλεγα ότι αστειεύομαι τόση ώρα
Σοβαρολογώ
Όμως από εσένα θα απαιτήσω να μην κάνεις άλλες ερωτήσεις για το τι υποτίθεται θέλω εγώ με το να σε βοηθήσω
Να σε νοιάζει η αποστολή, να βρεις το κλειδί για να βγουν τα αγόρια από την ADX και εάν βρεθείς σε πολύ δύσκολη θέση στο σχολείο, πάρε με τηλέφωνο
Φρόντισε τουλάχιστον να με προσεγγίζεις για πραγματικά δύσκολες καταστάσεις, όχι μαλ*κίες

Η Ντάστιν κούνησε πάλι το κεφάλι της πάνω κάτω ενθουσιασμένη.

"Μάλιστα κύριε! Ναι κύριε!"

Τι καλό κορίτσι

Σχολίασε ο Ανατόλ και γέλασε πάλι.

Στείλε τώρα τη δήλωση και να είσαι σίγουρη πως σύντομα θα γίνεις αποδεκτή στο σχολείο

"Ναι Ανατόλ."

Και τώρα παράτα με
Έχω και τις δικές μου δουλειές
Ciao

Προτού προλάβει η Ντάστιν να πει κάτι άλλο, 'Ο μέλλων πεθερός' της τερμάτισε την κλήση στα μούτρα της.

"ΙΙΙΙΙ!" Έκανε τρελαμένη πετώντας το κινητό στον αέρα, το οποίο έκανε μαλακή και ασφαλή βουτιά στο μεγάλο μπλε μαξιλάρι πουφ.

Το μέντιουμ άρχισε να κάνει έναν περίεργο χορό μέσα στο δωμάτιο του Ενρίκε, παρότι ο Ανατόλ δεν είπε εάν πράγματι βοηθούσε τα αγόρια μέσα στη φυλακή ή όχι. Ή πως θα κατόρθωνε κάτι τέτοιο. Ήταν και πάλι χαρούμενη.

Ίσως ανακουφισμένη. Γύρισε να ξανακοιτάξει τον Μιγκέλ και τον διέταξε να στείλει την δήλωση στο Ανατολικό του Ντένβερ. Σύντομα έγινε και αυτό. Η Ντάστιν έβγαλε μια μεγάλη βαθιά ανάσα από μέσα της.

Τώρα έπρεπε να περιμένει για το πότε θα γινόταν αποδεκτή. Σιγά σιγά το χαμόγελο της όμως εξαφανίστηκε καθώς κοίταζε τον Μιγκέλ σκεπτική, σύντομα με ένα σύννεφο σοβαρότητας στο πρόσωπο της.

Γιατί τόσο ήσυχη ξαφνικά;
Αρρώστησες;

"Μιγκέλ. Μου είπες πως μπορώ να σε κατεβάσω στο κινητό μου."

Σωστά
Θέλεις να το κάνεις τώρα;

"Ναι. Εντάξει." Είπε αργά το μέντιουμ. Συνέδεσε το κινητό της με τους υπολογιστές και απλώς περίμενε κοιτώντας την οθόνη σιωπηλά.

Λήψη ολοκληρωμένη

Η Ντάστιν εξέπνευσε από την μύτη της και κοίταξε το κινητό της. Τώρα υπήρχε μια νέα εφαρμογή. Ένα λευκό τετραγωνάκι στην οθόνη με ένα κόκκινο Μ στο κέντρο του. Ύστερα πήγε στην εφαρμογή ηχογράφησης και την πάτησε. Είχε πολλά ηχογραφημένα πράγματα, τα περισσότερα χωρίς όνομα.

"Πρόσεξε με πολύ καλά μικρό ενοχλητικό emo, γιατί εάν τα θαλασσώσεις μας έχεις καταστρέψει όλους και τα μυστικά μας. Εάν υπάρξει ποτέ η οποιαδήποτε περίπτωση να μην μπορέσω εγώ, ή ο Εφιάλτης, ή ο Χένρι να επιστρέψουμε στο αρχηγείο, εάν ο Μιγκέλ απειλείται να παραβιαστεί, δεν είμαι εδώ να το σταματήσω και είσαι η τελευταία που παραμένει ελεύθερη και ενεργή, θα ακολουθήσεις όλα αυτά που θα σου πω. Βάλε τώρα το κινητό σου να ηχογραφήσει για να μην ξεχάσεις."

"Ναι Ενρίκε."

Πάτησε ένα από τα ηχογραφημένα που απλώς ονομαζόταν,

Εάν...

Έλεγε πως η ηχογράφηση είχε γίνει τρεις μήνες πριν. Η Ντάστιν ξανακοίταξε τους υπολογιστές. Μετά από λίγο έσκυψε. Τα μηχανήματα ήταν στερεωμένα πάνω σε ένα γραφείο με συρτάρια.

"Εάν ανακαλύψει κάποιος το αρχηγείο ενώ λείπουμε, εσύ πιο πριν θα πρέπει να αδειάσεις εντελώς τον Μιγκέλ από όλα τα δεδομένα και στοιχεία που έχει για εμάς και για όλα όσα κάναμε. Μέσα στο 2ο συρτάρι έχω αχρησιμοποιήτα στικάκια. Εάν μείνεις μόνη σου, ο κρυφός μας άσος, θέλω να βρεις και να πάρεις το μπλε και κόκκινο στικάκι. Είναι το μοναδικό με αυτά τα χρώματα. Γράφει απάνω του FD808. Θα το συνδέσεις με τον Μιγκέλ και θα ζητήσεις να κάνει πλήρη μεταφορά των δεδομένων του σε αυτό. Ζήτησε το με φωνητική εντολή και το όνομα του."

Έψαξε τα συρτάρια και σταμάτησε στο 2ο, γεμάτο με στικάκια. Έβγαλε από μέσα το μπλε και κόκκινο, έκλεισε το συρτάρι και το συνέδεσε με τον Μιγκέλ.

"Μιγκέλ, θέλω να μεταφέρεις όλα σου τα δεδομένα μέσα στο FD808. Ολοκληρωτικά."

Ο Μιγκέλ έδειξε να το σκέφτεται.

Κωδικός;

"Ο Μιγκέλ θα ζητήσει κωδικό. Φωνητικό συγκεκριμένα, που ακόμα και αν τον ήξερες, μόνο με τον τόνο της φωνής μου θα είναι σωστός. Όταν τον ζητήσει, θα βάλεις το κινητό σου έτσι όπως ηχογραφεί τώρα, κοντά στο ηχείο. Θα πρέπει να ακούσει αυτα που θα πω τώρα. Ο κωδικός για να κάνει την μεταφορά είναι αυτός."

Η Ντάστιν έβαλε το κινητό κοντά στο ηχείο του Μιγκέλ. Περίμενε. Σύντομα η ηχογραφημένη φωνή του Ενρίκε ακούστηκε να λέει τα εξής:

"Ο Ενρίκε Τζούλιαν Βάρα Πίντο Ρότσα Κάστρο απαιτεί την πλήρη μεταφορά των προσωπικών δεδομένων, στοιχείων, ρυθμίσεων και εντολών που έχεις, στο FD808. Όταν τελειώσεις θα απενεργοποιηθείς εντελώς και θα διατηρήσεις μονάχα ενεργά το πρόγραμμα αναγνώρισης προσώπου και το πρωτόκολλο αυτοκαταστροφής. Εάν κάποιος που δεν είναι εγώ, ο Εφιάλτης, ο Χένρι Γκάλοου, ή η Νταστίντα Μπερίσα σε ανακαλύψει, ενεργοποιήσει και επιχειρήσει να σε παραβιάσει, θα αυτοκαταστραφείς και θα σβήσεις τα τελευταία στοιχεία του εαυτού σου και αυτού του μέρους."

Ο Μιγκέλ άρχισε να βγάζει παράξενους ήχους και τότε η Ντάστιν είδε την μπάρα φόρτωσης που έλεγε,

Μεταφορά δεδομένων

Πήρε το κινητό της μακριά από το ηχείο, έκατσε στο μαξιλάρι πουφ και περίμενε ενώ συνέχιζε να ακούει την ηχογράφηση.

"Πώς στο καλό γίνεται να το κάνει αυτό να είναι απενεργοποιημένος και την ίδια στιγμή να έχει ενεργά την αναγνώριση προσώπου και την αυτοκαταστροφή;;;"

"Δικές μου ρυθμίσεις και ικανότητες, συν 'η μαγεία της τεχνολογίας'. Μην σε απασχολεί."

"Γιατί να ανησυχείς ότι κάποιος θα παραβιάσει τον Μιγκέλ εάν δεν έχει τίποτα μέσα του, στην περίπτωση που θα έχω να τον αδειάσω;"

"Δεν σε απασχολεί. Τώρα άκου και αυτό. Όταν ολοκληρωθεί η μεταφορά, όταν ο Μιγκέλ απενεργοποιηθεί, σιγουρέψου πως θα έχεις προβλέψει σε ποιο μέρος θα μείνεις εκτός από εδώ. Γιατί θα πάρεις το στικάκι και θα τρέξεις μακριά από το αρχηγείο Ντάστιν. Μην το πλησιάσεις ξανά. Μην πιαστείς. Και πάνω απ'όλα, ΜΗΝ χάσεις το γ*μημένο το στικάκι."

~

Ο άντρας ξύπνησε και σηκώθηκε ήσυχα από το κρεβάτι του για να μην ξυπνήσει τη γυναίκα του που κοιμόταν δίπλα. Βγήκε από το υπνοδωμάτιο και περπάτησε στο διάδρομο.

Σταμάτησε μπροστά από μία άλλη κλειστή πόρτα που είχε κολλημένη απάνω της μια ζωγραφιά με ένα τσαπατσούλικο ουράνιο τόξο, μία καρικατούρα νεράιδας και ένα στραβογραμμένο όνομα.

Μάντελαϊν

Αφουγκράστηκε. Ησυχία, απόλυτη ησυχία. Χαμογέλασε αχνά και κατέβηκε τα σκαλιά. Μπήκε στο σαλόνι και από εκεί στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο να πιει νερό. Όταν ικανοποίησε τη δίψα του και έκλεισε το ψυγείο, κοίταξε το ρολόι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο.

3:14

"Κουραφέξαλα." Σκέφτηκε ρολάροντας τα μάτια του. Άκουσε την κόρη του να λέει πως στις τρεις το πρωί ήταν η ώρα των δαιμόνων. Το έμαθε από το νηπιαγωγείο. Το είχε ακούσει λέει, από την κολλητή της φίλη την Αμάντα. "Και το ήξερα πως η Μάντελαϊν κάνει περίεργες παρέες. Μα τι κάθονται και μαθαίνουν τα παιδιά σήμερα;" Βγήκε από την κουζίνα και ετοιμάστηκε να ανέβει τα σκαλιά για να επιστρέψει στο κρεβάτι του.

"Γειά σου Ρίτσαρντ Άντερσον."

Τινάχτηκε, σχεδόν ούρλιαξε. Γύρισε να κοιτάξει πίσω του τη στιγμή που το φως από ένα λαμπατέρ σκόρπισε στις γωνίες αρκετό από το σκοτάδι. Μία σκιά καθόταν στην πολυθρόνα που συνήθιζε να κάθεται εκείνος όταν ήθελε να δει τα νέα ή το μπάσκετ στην τηλεόραση μετά από μία μακρά κουραστική μέρα στη δουλειά.

Η σκιά φορούσε μακριά κάπα που κάλυπτε όλο το σώμα της και κάτι σαν κράνος που σίγουρα απέτρεπε κάποιον από το να νομίσει πως έκανε cosplay του Μπάτμαν. Δεν φαινόταν ούτε τελίτσα δέρματος.

Στην περιοχή του στόματος φαινόταν σαν να είχε σιδερένια δόντια. Το κράνος γενικά τον έκανε να μοιάζει με cyborg, όπως εξάλλου και η φωνή που βγήκε από μέσα της όταν χαιρέτησε τον υπαστυνόμο. Δύο καταπράσινες πηγές φωτός βρίσκοταν στην περιοχή των ματιών.

Καρφωμένες επάνω στον Ρίτσαρντ Άντερσον, ο οποίος είχε σχεδόν κοκαλώσει όπως ένα άγριο ζώο στη μέση του δρόμου μέσα στη νύχτα βλέποντας αυτοκίνητο με αναμμένα φώτα να έρχεται καταπάνω του.

"Πώς... Πώς..." Τραύλισε. Η σκιά χαχάνισε σιγανά, μία βαθιά, άγρια, παραμορφωμένη φωνή.

"Στον μεσαίωνα θα το ονομάζανε κάτι τέτοιο μαύρη μαγεία. Σήμερα το λέμε τεχνολογία. Τεχνολογία Άντερσον, μια χαρά ικανότατη να παραβιάσει και μπει αθόρυβα στο σπιτικό σου."

Τα δόντια του Άντερσον έτριξαν. Ξεπερνώντας το πρώτο σοκ πήρε το βλέμμα του μακριά για μερικά δευτερόλεπτα από τον εισβολέα και έβγαλε από την κωλοτσέπη της πιτζάμας του το όπλο του.

Το φόραγε πάνω του εάν ξύπναγε μέσα στη νύχτα, πότε δεν ήξερες. Και αυτή τη φορά, ω πως το χρειαζόταν!

Όταν όμως κοίταξε πάλι προς το μέρος της σκιάς, στοχεύοντας με το όπλο, αυτή είχε ήδη αθόρυβα σηκωθεί. Τώρα φαινόντουσαν και τα χέρια και το σώμα, καλυμμένα με μια οψιδιανή πανοπλία.

Φαινόταν ψηλή, μυώδης, και... κράταγε στο ένα χέρι έναν μικρό ροζ μπόγο. Ένα μωρό ντυμένο στα ροζ και με σκουφάκι δελφινιού στο κεφάλι. Στο άλλο της χέρι, η σκιά κράταγε ένα όπλο που σημάδευε το κεφαλάκι του μωρού, κυρίως μαύρο με κάτι σκούρα πράσινα σημάδια.

"Τς τς τς τς τς..." Έκανε ήσυχα κουνώντας το κεφάλι δεξιά και αριστερά.

Το μωρό ήταν πλήρως ξύπνιο, ωστόσο φαινόταν μάλλον χαλαρό καθώς έχοντας πλήρη άγνοια κινδύνου, είχε τυλίξει τα μικροσκοπικά του δαχτυλάκια γύρω από την κάννη του όπλου, προσπαθώντας να το κουνήσει και καταλάβει τι ήταν αυτό το πράγμα.

Ο Άντερσον χλώμιασε. Τα χέρια του που κρατούσαν το όπλο του άρχισαν να τρέμουν άγρια.

"Δεν έχω έρθει ποτέ σε θέση να γίνω παιδοκτόνος και δεν χρειάζεται να γίνω τώρα. Έχεις πέντε δευτερόλεπτα να αφήσεις το όπλο και να το σπρώξεις προς το μέρος μου. Με το πόδι σου." Ακούστηκε κλικ από το όπλο του εισβολέα και η κάννη του όπλου πίεσε το μέτωπο του μωρού, το δάχτυλο φάνηκε να πιέζει την σκανδάλη επικίνδυνα. "Δεν θα δεχτώ κόλπα." Ο Άντερσον αμέσως υπάκουσε.

Η σκιά κλώτσησε το όπλο ακόμη πιο μακριά και πίσω της, σταμάτησε προσωρινά να σημαδεύει το μωρό και άρχισε να σημαδεύει τον υπαστυνόμο. Πισωπάτησε και έκατσε πάλι στην πολυθρόνα χαλαρά, χωρίς να σταματήσει να τον κοιτάζει.

Έκανε χώρο και έβαλε το μωρό να κάτσει δίπλα. Η κάννη του όπλου ξανασημάδεψε το μικρό, το οποίο πάλι άρχισε να την περιεργάζεται με ενδιαφέρον. Να, κάπως έτσι φαίνονταν οι δυο τους:

"Τι θέλεις;" Ρώτησε με δυσκολία ο Ρίτσαρντ.

"Πολύ ωραίο σπίτι έχεις. Και τι όμορφο κοριτσάκι έχω δίπλα μου. Σχεδόν δυσκολεύομαι να πιστέψω πως είναι δικό σου, τέτοιο χάλι που είσαι Άντερσον."

"Τι θέλεις;!" Ρώτησε ο Ρίτσαρντ λίγο πιο δυνατά.

"Έχεις και μία άλλη, μεγαλύτερη κόρη αν δεν απατώμαι. Τεσσάρων χρόνων. Μάντελαϊν δεν ήτανε το ονοματάκι της;" Συνέχισε αδιάφορα ο εισβολέας.

"ΤΙ θες από εμένα επιτέλους;!" Σχεδόν ούρλιαξε ο Άντερσον. Η σκιά χαχάνισε με τρόπο σατανικό και μετά έβαλε τον δείκτη από το ελεύθερο της χέρι μπροστά από το στόμα της.

"Σσσσς Άντερσον. Δεν θα ήθελες να ξυπνήσει η Λίλα. Η γυναίκα σου." Κούνησε το κεφάλι δεξιά και αριστερά. "Ξέρεις, έχεις πολύ χαριτωμένη οικογένεια. Κάποιος σαν εσένα κατέληξε πολύ τυχερός. Μία καλή γυναικούλα και δύο κοριτσάκια. Θα ήταν πολύ κρίμα εάν τα κεφαλάκια τους κατέληγαν καρφωμένα σε πασσάλους να στολίζουν την αυλή σου."

"Εάν τολμήσεις να-!"

"Δεν είσαι σε θέση να απειλήσεις, ούτε να διαπραγματευτείς Άντερσον." Η σκιά αγρίεψε ξαφνικά. "Είσαι σε θέση μόνο να με ακούσεις και υπακούσεις, όπως ξέρεις να κάνεις πολύ ωραία με τον Άλμπερτ. Όλη η οικογένεια σου είναι στο στόχαστρο μου. Εάν ξυπνήσει η γυναίκα σου, έχετε πεθάνει όλοι." Ο υπαστυνόμος άρχισε να τρέμει ακόμα περισσότερο.

"Ποιός είσαι;" Τραύλισε.

"Σχεδόν με πληγώνεις που δεν ξέρεις. Ω, μα έχεις ακούσει πολλά, παρά πολλά για μένα. Αμφιβάλω όμως ότι εσύ ή πολλοί άλλοι τα πιστέψατε. Έχω αφήσει το στίγμα μου αρκετές φορές πάντως. Είμαι σίγουρος πως έχεις ακούσει κάτι αναφορές που πολλοί επιζώντες του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου έκαναν ενώ βρίσκοταν σε πρόγραμμα θεραπείας για το PTSD. 'Παραμύθια' για έναν μυστηριώδη μαύρο 'στρατιώτη' που δεν ήταν με κανενός στρατοπέδου το μέρος; Πού σκότωσε εκατονογδοντατρείς άντρες και από τις δύο πλευρές, όλοι τους νεκροί από μια σκούρα πράσινη σφαίρα φυτεμένη στο κεφάλι τους; Και πάρα αυτή την ιδιαίτερη λεπτομέρεια, σχεδόν ήσασταν έτοιμοι να πιστέψετε πως οι στρατιώτες σας έπασχαν και από σχιζοφρένεια με τέτοιες αναφορές, πως δεν εμφανίστηκε ποτέ στρατιώτης με τέτοια περιγραφή. Σου χτυπάει κάποιο καμπανάκι αυτό;" Ο Άντερσον πισωπάτησε και άρχισε να τρέμει λίγο περισσότερο. "Πρέπει τελικά να είμαι επικίνδυνα καλός στο να μην γίνομαι αντιληπτός από τους σημαντικούς. Είμαι επίσης ο εκτελεστής ατόμων όπως του Σεργκέι Ντιν, του Μάνφρεντ Γουίνστον, καθώς και του Ναθάνιελ Γκάλοου, ή αλλιώς του βιολογικού πατέρα του Χένρι Γκάλοου, μέλος της ξακουστής εγκληματικής σπείρας των Σκιών. Και που όλοι τους άκουσα, βρίσκονται στην ADX Florence."

"Είσαι-..." Δεν τόλμησε να ολοκληρώσει την πρόταση του ο Άντερσον. Το σαγόνι του έτρεμε άγρια.

"Είμαι αυτός που φοβάσαι να πεις. Ναι. Δεν είμαι μία φαντασία πλασμένη από την τρέλα των στρατιωτών. Είμαι ένας ζωντανός εφιάλτης, μία πραγματικότητα με σάρκα και οστά, καθισμένη στην πολυθρόνα του σπιτιού σου. Και εσύ Άντερσον, εσύ είσαι ένας τρομερά άτυχος άντρας που με έχεις στο σαλόνι του σπιτιού σου." Έκανε παύση για λίγο καθώς είχε κάτσει σταυροπόδι και σήκωσε την μπέμπα, βάζοντας την να κάτσει στο γόνατο του, χωρίς ποτέ να σταματήσει να την σημαδεύει. "Μα μην φοβάσαι, δεν ήρθα να σε σκοτώσω εσένα και την οικογένεια σου. Αυτό θα εξαρτηθεί αργότερα. Με ρώτησες τόσες φορές τι θέλω από εσένα. Λοιπόν, με έχουν βάλει να σε εκβιάσω. Έχω να σου αναθέσω δουλίτσες που είμαι σίγουρος ότι θα μισήσεις. Πάνω απ'όλα επειδή αφορούν τις τόσο ξακουστές και τρομερές Σκιές." Ο υπαστυνόμος έσφιξε τις γροθιές του. Όμως δεν κουνήθηκε.

"Είσαι με το μέρος των Σκιών;"

"Είμαι με το μέρος όποιου με πληρώνει. Υπό άλλες συνθήκες δεν θα με ενδιέφερε καν το πως τα περνάνε οι Σκιές στη στενή. Όμως κάποιος δείχνει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον για εκείνες."

"Ποιός;" Άντι για απάντηση, ο εισβολέας έβγαλε το σκουφάκι-δελφίνι της μπέμπας.

Άρχισε να τρίβει με τον αντίχειρα, δείκτη και μεσαίο δάκτυλο του γαντοφορεμένου του χεριού την κορυφή του κεφαλιού του μωρού λες και ήταν γατάκι, το οποίο ξαφνικά φαινόταν να βρίσκεται σε κατάσταση νιρβάνας.

Πιθανώς απολάμβανε το ξυσιματάκι. Δεν απειλούσε τον Άντερσον με το όπλο εκείνη τη στιγμή, ούτε την κόρη του υπαστυνόμου, όμως εκείνος δεν ρίσκαρε να κάνει κάτι που σχεδόν σίγουρα θα μετάνιωνε την αμέσως επόμενη στιγμή.

"Όχι μόνο δεν είσαι σε θέση να απειλείς και διαπραγματεύεσαι Άντερσον, δεν έχεις ούτε δικαίωμα να κάνεις τέτοιου είδους ερωτήσεις. Δεν θα απαντήσω άλλο σε ερωτήσεις που δεν σε αφορούν. Καλύτερα προτίμησε να κάνεις άλλες, που να αφορούν η απάντηση τους εσένα."

"Τι πρέπει να κάνω για να σταματήσεις να απειλείς την οικογένεια μου;" Η σκιά γέλασε ελαφρά.

"Τώρα αυτή είναι μία σωστή ερώτηση. Προτού σου αποκαλύψω αυτές τις δουλειές που έχεις να φέρεις εις πέρας, να σου απαγγείλω στα σύντομα τις συνέπειες που θα υπάρξουν εάν με απογοητεύσεις με τον οποιονδήποτε τρόπο. Είναι μέρος των υπηρεσιών μου: εάν αποκαλύψεις στον οποιονδήποτε την ύπαρξη μου, εάν αποτύχεις να ολοκληρώσεις τις δουλειές σου και εάν ο οποιοσδήποτε μάθει για αυτά που σου μίλησα, ειδικά ο Άλμπερτ Νιξ, έχεις πεθάνει. Για αυτό, όταν αποτύχεις, να προετοιμάσεις το μνημόσυνο όλης σου της οικογένειας προτού έρθω να σου κόψω το λαιμό. Επειδή θα στείλω στον άλλο κόσμο όλους όσους ξέρεις και αγαπάς διαμελίζοντας τους λίγο λίγο. Και ξέρεις, ακόμη και με τέτοιους θανάτους, είμαι πάρα πολύ καλός να κάνω κάτι να φαίνεται είτε σαν ατύχημα, είτε σαν να το έκανε κάποιος άλλος." Ο Άντερσον χλώμιασε αισθητά παραπάνω. "Κάνε την οποιαδήποτε εξυπνάδα ή κόλπο, τολμά να προσπαθήσεις να μου αντισταθείς, θα το μάθω. Δεν υπάρχει νόημα να μου κρυφτείς. Έχω μάτια και αυτιά σε όλο το Ντένβερ. Λοιπόν τι λες Άντερσον; Είσαι πρόθυμος να σώσεις τα τομάρια της οικογένειας σου κάνοντας οτιδήποτε χρειαστεί;" Δεν υπήρχε επιλογή σε αυτή τη περίπτωση. Αργά αργά ο υπαστυνόμος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

"Έλεος. Εντάξει." Ψέλλισε ξεψυχισμένα.

"Νομίζω πως δεν άκουσα καλά αυτό που μου είπες Ρίτσαρντ. Έχεις την καλοσύνη να το πεις πιο σταθερά και καθαρά;" Κορόιδεψε το φάντασμα. Μαζεύοντας λίγη παραπάνω ψυχραιμία, ο Άντερσον κατάφερε να μιλήσει πιο καθαρά.

"Εντάξει. Ό,τι θες." Είπε. Η σκιά σηκώθηκε όρθια, άφησε το μωρό να κάτσει στην πολυθρόνα και χαχάνισε σιγανά ξανά.

"Εύγε. Να ένας καλός μπαμπάς και σύζυγος." Ενώ με το ένα του χέρι κράταγε το όπλο που σημάδευε τον υπαστυνόμο, το άλλο κινήθηκε στην τσέπη του παντελονιού του και έβγαλε ένα κινητό. Πληκτρολόγησε γρήγορα κάτι σε αυτό για μερικά δευτερόλεπτα. Ύστερα το έκλεισε και το έβαλε πίσω στην τσέπη του παντελονιού του.

"Τι έκανες τώρα;" Ρώτησε απορημένος ο Άντερσον. Ο εισβολέας γύρισε την πλάτη του στον Ρίτσαρντ και πλησίασε το λαμπατέρ.

"Δες το κινητό σου."

Και τότε έσβησε το φως.

Δευτερόλεπτα αργότερα και σχεδόν σκουντουφλώντας στο σκοτάδι, ο υπαστυνόμος βρήκε τον πιο κοντινό διακόπτη στο σπίτι και τον άναψε. Το σαλόνι λούστηκε στο φως.

"Μπαμπά, σε ποιόν μιλούσες;"

Σχεδόν του εκσφενδονίστηκε η ψυχή από το στόμα. Η Μάντελαϊν η μεγαλύτερη του κόρη στεκόταν στη βάση της σκάλας και τον κοίταζε νυσταγμένη και απορημένη.

"Μάντελαϊν, μωρό μου, εγώ-..." Προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο Ρίτσαρντ και γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Το φάντασμα είχε εξαφανιστεί. Μόνο η μικρότερη του κόρη ήταν καθισμένη ακόμη στην πολυθρόνα, εμφανώς ενοχλημένη από το απότομο φως.

"Τι κάνει η Σάλλυ στην πολυθρόνα;" Ρώτησε η Μάντελαϊν ακόμη πιο μπερδεμένη. Ο υπαστυνόμος έβγαλε μια βαθιά ανάσα από μέσα του που δεν είχε συνειδητοποιήσει πως κρατούσε. Βεβιασμένα χαμογέλασε, γύρισε πλάτη και σήκωσε την Σάλλυ απαλά στην αγκαλιά του.

"... Διψούσαμε και οι δύο." Είπε ψέματα.

"Μα δεν την άκουσα να κλαίει."

"Την πρόλαβα... ακριβώς τη στιγμή που ξύπναγε και κατάλαβα ότι θέλει και εκείνη νερό σαν τον μπαμπάκα." Συνέχισε το παραμύθι του ο Άντερσον. Και κρατώντας την Σάλλυ με το ένα χέρι, με το άλλο έκλεισε το φως και πήρε απαλά από το χεράκι την Μάντελαϊν.

"Μα το μπουκαλάκι της με το νερό είναι στο δωμάτιο της-."

"Έλα Μάντελαϊν. Πάμε να συνεχίσουμε να κάνουμε όλοι μας νάνι. Έχεις νηπιαγωγείο το πρωί και ο μπαμπάς αστυνόμος σου δουλειά, πολύ δουλειά."

Όταν επιτέλους τα κοριτσάκια είχαν επιστρέψει στα δωμάτια τους, ο Ρίτσαρντ επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα του και πολύ απαλά και αργά έκατσε στο κρεβάτι του με την πλάτη του γυρισμένη στη γυναίκα του. Κάλυψε το πρόσωπο του με τις παλάμες του.

Τι ήταν αυτό το ξαφνικό που τον έπιασε; Πώς έγιναν όλα σε τόσο λίγες στιγμές; Φάνηκε τόσο ταχύτατο που ο Άντερσον σχεδόν μπορούσε να νομίσει πως ήταν όνειρο. Πώς στο καλό μπήκε μέσα αυτός... αυτή... πώς πήρε την Σάλλυ από την κούνια της χωρίς να κάνει θόρυβο, χωρίς κλάματα, χωρίς τίποτα;!

"Δες το κινητό σου."

Ο άντρας κοίταξε στο κινητό του που βρισκόταν στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι. Σιωπηλά προσευχήθηκε πως δεν θα έβρισκε μέσα σε αυτό κάτι που να υποδεικνύει πως αυτός 'ο δαίμονας' εμφανίστηκε στ'αλήθεια, δεν απείλησε να τινάξει τα μυαλά της μικρότερης του κόρης και αργότερα όλης του της οικογένειας εάν δεν ολοκλήρωνε τις δουλειές που του ανέθεσε.

Εντάξει. Δεν υπήρχε περίπτωση να είναι τόσο τυχερός.

Μία ειδοποίηση σε μορφή αρχείου φάνηκε στην οθόνη όταν ξεκλείδωσε το κινητό του. Ένα μαύρο αρχείο που με πράσινα γράμματα έγραφε,

Διάβασε

Με τρεμάμενο χέρι και παλεύοντας να μην κλαψουρίσει, ο υπαστυνόμος ξεκλείδωσε το κινητό και πάτησε το μήνυμα να το διαβάσει.

5600 λέξεις.

well that sure was a huge *ss chapter. huh.

το δίδυμο μ προς το τέλος δεν φάνηκε να αισθάνεται και τόσο καλά, ειδικά η μιράντα.

η ντάστιν ίσως είναι καλύτερα από εκείνες (και τον οποιοδήποτε άλλο) σε αυτό το κεφάλαιο, μόνο που ως τελευταίο ελεύθερο μέλος των σκιών πρέπει να κρατήσει ένα εξαιρετικά σημαντικό βάρος επάνω της, τον μιγκέλ.

όσο για τον άντερσον; σκούρα τα βρήκε ο άντερσον, μες στα σκ*τά έχει πέσει ο κακομοίρης😂

νομίζω πως μπορεί να γίνει σίγουρη μαντεψιά για το ποιος του έστειλε τον διάολο στις τρεις τα ξημερώματα😂

μέχρι το επόμενο κεφάλαιο!🫡

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen2U.Pro