31. Απομάκρυνση

Màu nền
Font chữ
Font size
Chiều cao dòng

Ένας ολόκληρος μήνας πέρασε και η διαφορά ήταν εμφανής.

Ποια διαφορά;

Μέρα με τη μέρα, η Μέλανι έβλεπε την Μιράντα να είναι πιο ληθαργική, πιο κουρασμένη και οι κύκλοι κάτω από τα μάτια της σκούραιναν όλο και περισσότερο. Δύσκολα σηκωνόταν από το κρεβάτι και μιλούσε ακόμα λιγότερο από ότι συνήθως, χαμένη καθώς φαινόταν πως ήταν στις σκέψεις της.

Αϋπνία; Περισσότεροι εφιάλτες την ξυπνούσαν τις νύχτες;

Στην τάξη εξακολουθούσε να είναι καλή, αν και ορισμένες φορές έτσι όπως καθόταν στο θρανίο της, τα βλέφαρα της έπεφταν, το κεφάλι χαμήλωνε και αποκοιμόταν. Εάν δεν ήταν η Μέλανι, ο Ντάριους, που και που και κανένα φυτό που είχε αρκετή καλοσύνη να την σκουντήσει, να την προσέχουν και καλύπτουν, ή ξυπνάνε έγκαιρα άμα έπεφτε καμιά ερώτηση, τα πράγματα θα σκούραιναν για εκείνη.

Τέτοια κατάσταση δεν πέρασε απαρατήρητη από το σχολείο, ειδικά από τους δασκάλους που οι περισσότεροι αδημονούσαν να έρθει η μέρα που θα έπιαναν την ΝτεΡόουζ ανίκανη να απαντήσει σε κάποια ερώτηση.

Μέχρι τώρα πάντως, μόνο η κυρία Κόουλ η χημικός και ο κύριος Ινγκλ ο γυμναστής την είχαν πιάσει σε τέτοια κατάσταση, μια φορά ο καθένας. Όπως η κυρία Κόουλ έκανε ερώτηση για κάποια χημική ένωση και κοίταζε τα σηκωμένα χέρια, ένας πετάχτηκε και υπέδειξε πως η Μιράντα ήξερε την απάντηση.

Η δασκάλα σχεδόν τον αγνόησε εντελώς μέχρι που το μάτι της έπιασε την μαυρομάλλα να έχει στρωθεί στον ύπνο και η Μέλανι μάταια να προσπαθεί να την ξυπνήσει. Σχεδόν φάνηκε προσβεβλημένη η κυρία Κόουλ η αλήθεια ήταν, μα ψύχραιμα, στην αρχή τουλάχιστον, ξαναέκανε την ερώτηση.

"Πώς θα φτιάξω υδροξείδιο του ασβεστίου ΝΤΕΡΌΟΥΖ;!" Ούρλιαξε ξαφνικά. Η Μιράντα ούτε που σήκωσε κεφάλι, μόνο άνοιξε μάτια και κοιτώντας κάτω απάντησε.

"1942."

Πέθαναν στα γέλια οι μαθητές στην τάξη ενώ η Μέλανι πάσχιζε να μην δαγκώσει το κάτω χείλος της καθώς έβλεπε την μάλλον κατάπληκτη και την ίδια στιγμή βλοσυρή έκφραση της δασκάλας. Με τα γέλια η Μιράντα σαν να ξύπνησε ελάχιστα, ίσα που σήκωσε το κεφάλι της για να κοιτάξει την κυρία Κόουλ που ερχόταν καταπάνω της και να την καρφώσει με το σύνηθες νεκρό της βλέμμα.

Σίγουρα όλοι περίμεναν κατσάδα να πέσει έτσι όπως η χημικός πλησίαζε, η οποία σταμάτησε μπροστά από τη Μιράντα και την κοίταξε έντονα. Για κάμποσα δευτερόλεπτα αυτό γινόταν. Μέχρι τη στιγμή που η κυρία Κόουλ άπλωσε χέρι και με την ανάποδη αυτού... άγγιξε το μέτωπο της Μιράντας.

"Μα τι κάνει;" Αναρωτήθηκαν οι μαθητές.

"Σε ποιο μάθημα βρισκόμαστε ΝτεΡόουζ;" Ρώτησε η κυρία Κόουλ καθώς έβαζε το χέρι που άγγιξε το ολόδροσο μέτωπο της κοπέλας κάτω από την μασχάλη της για να το ζεστάνει.

"... Χημεία." Απάντησε μετά από κάμποσα δευτερόλεπτα η Μιράντα. Η κυρία Κόουλ την καλοκοίταξε πάλι για κάμποσο με ψύχρα Σνέιπ.

"Κοιμάσαι καθόλου;" Ρώτησε εντέλει. Πολλά φρύδια σηκώθηκαν. Για μισό λεπτό, ρωτούσε σχετικά με την ευημερία κάποιου;;; Η Μιράντα κοίταξε έξω από το παράθυρο.

"... Όχι κυρία." Είπε αργά-αργά. Εάν υπήρχε η όποια πιθανότητα στα χρονικά η κυρία Κόουλ να δείξει εμφανέστατα εμπάθεια για κάποιον και να γραφτεί στα χρυσά βιβλία της Ιστορίας της Αμερικής, την αμέσως επόμενη στιγμή η έκφραση της σκλήρυνε.

"Σήκω πάνω και βγες από την τάξη μου τώρα." Είπε. Ύστερα κοίταξε την Μέλανι. "Και εσύ, Γκρέι."

"Ε μα τι έκανα τώρα εγώ;;;" Ρώτησε η κοπέλα μπερδεμένη. Η κυρία Κόουλ έσκυψε προς το μέρος της διατηρώντας ακόμα την βλοσυρή της έκφραση.

"Πήγαινε την στο ιατρείο να ξεκουραστεί και αν δεν είσαι εσύ πίσω σε 10 λεπτά μην πατήσεις πόδι στο μάθημα μου."

Η Μέλανι την κοίταξε με σηκωμένα φρύδια. Μα βλέποντας την μουτρωμένη της έκφραση... κατάλαβε. Απλώς κατάλαβε. Έγνεψε και κρατώντας την Μιράντα αγκαζέ βγήκαν από την τάξη. Σε 7 λεπτά είχε γυρίσει για το μάθημα.

Μία εβδομάδα μετά στην γυμναστική η Μιράντα ξαναέχασε την συγκέντρωση της. Έπαιζαν βόλεϊ και έτσι όπως στεκόταν, η αντίπαλη ομάδα έκανε επίθεση και έριξε προς το μέρος της καρφί. Είχαν δει πως ήταν σχεδόν εντελώς εκτός τόπου και χρόνου και για αυτό στόχευσαν σε εκείνη. Ευτυχώς που η Ντάστιν το είδε να συμβαίνει προτού γίνουν οι κινήσεις.

"Μέλανι!" Είπε ενώ έμπαινε μπροστά, πηδούσε και μπλόκαρε την μπάλα, που υψώθηκε στον αέρα. Η ξανθομάλλα κατάλαβε και ύστερα εκείνη πήδηξε και έριξε καρφί στην άλλη ομάδα.

Παραλίγο να έβγαινε εκτός γραμμής, πράγμα το οποίο ξεγέλασε τους αντιπάλους και τους έκανε να την αφήσουν νομίζοντας πως θα έβγαινε έξω. Ο γυμναστής ανακοίνωσε τον πόντο να πηγαίνει στην ομάδα που ήταν και το Δίδυμο Μ μέσα και ύστερα πλησίασε την Μιράντα.

Μπορεί να φόραγε σκούρα γυαλιά, αλλά η υπόλοιπη έκφραση του προέδιδε αυστηρότητα καθώς κοίταζε κάτω στην μαυρομάλλα και της έλεγε πως ήταν προτιμότερο να ξεκουραστεί αντί να κοιμάται όρθια στο μάθημα του. Παραταύτα δεν της έβαζε τις φωνές.

Σιωπηλά η Μιράντα υπάκουσε και βγήκε από το γήπεδο με σκυμμένο το κεφάλι, βαρύ από κούραση, αϋπνία και σκέψεις. Πέρα από την εμφανής έλλειψη ύπνου η Μιράντα φαινόταν να μην ακούει και αντιδράει με τον περίγυρο της τις περισσότερες φορές.

Ούτε καν οι προσβολές και τα τσιγκλίσματα περί νεκρών γονιών την άγγιζαν πλέον. Όταν επέστρεφε με τη Μέλανι σπίτι μετά από την δουλειά τους στον κύριο Φλις, κατευθείαν ξεραίνονταν στον ύπνο. Έπεφτε στον καναπέ μπρούμυτα και απλώς έμενε εκεί. Ή μάλλον, φαινόταν πως κοιμόταν, μα ούτε καν αυτό.

Όταν η Μέλανι την πλησίαζε για να ρωτήσει άμα θα έτρωγε, την έβλεπε να κοιτάζει στο άπειρο με το μάτι γαρίδα. Δεν ήξερε τι να υποθέσει πλέον. Όταν ρώταγε την φίλη της τι την εμπόδιζε από το να κοιμηθεί, η απάντηση ήταν πάντα ίδια.

"Εφιάλτες."

Το μόνο που μπορούσε να καταλάβει η Μέλανι από αυτή την απάντηση ήταν πως ό,τι κι αν έβλεπε στον ύπνο της πρέπει να ήταν εξαιρετικά έντονο και τρομερό για να μπορεί να ξεσηκώνει την Μιράντα τόσο πολύ και να μην την αφήνει να κοιμηθεί.

Οι επισκέψεις στον ψυχίατρο Μάρλεϊ δεν μπόρεσαν να δώσουν κάποια συμβουλή για να λύσει το θέμα με τις αϋπνίες. Τα υπνωτικά χάπια που της έγραψε δεν απέδωσαν βελτιώσεις στον ύπνο. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της Μιράντας μεγάλωναν και το τρέμουλο στα χέρια της αυξανόταν.

Είχε φτάσει σε σημείο να καλύπτει τους κύκλους με μέικ απ. Η Σκάι είχε και την δουλειά, είχε και να ανησυχεί για την Μιράντα παραπάνω, παρότι εκείνη της έλεγε πως δεν χρειαζόταν. Άντε να πεις σε μια μάνα να μην ανησυχεί για τα παιδιά της.

Αφού είπαμε, την είχε και την αισθανόταν την Μιράντα σαν δεύτερη της κόρη. Η Μέλανι είχε προσπαθήσει κάμποσες φορές να μείνει ξύπνια ακόμη και όλη νύχτα για να δει το βάθος της σοβαρότητας των εφιαλτών της φίλης της.

Τζίφος. Πάντα αποκοιμόταν και η Μιράντα συνέχιζε να χάνει τον ύπνο της. Κάθε βράδυ έμενε να την κοιτάζει να ξαπλώνει στο κρεβάτι της, με την πλάτη γυρισμένη στην ξανθομάλλα. Είχε προτείνει να κοιμηθούν μαζί, μα η Μιράντα αρνιόταν κάθε φορά, μάλλον σθεναρά.

"Κουνιέσαι λες και έχεις επιληψία. Δεν έχω όρεξη να βρεθώ το πρωί με το πόδι σου στο πρόσωπο μου."

Εάν υπήρχε φωτεινή πλευρά σε όλο αυτό, ήταν πως ως δια μαγείας δεν υπήρξε άλλο θέμα περί χρημάτων. Από τον αυξημένο λογαριασμό ρεύματος που είχε ξεπληρωθεί και έναν μήνα μετά, τα οικονομικά του οίκου Γκρέι είχαν βελτιωθεί αισθητά.

Η κυρία Σκάι απορούσε που έβρισκε παραπάνω μετρητά στην τσάντα της. Κάθε φορά που την άνοιγε έβρισκε παραπάνω δολάρια από όσα θα ορκίζοταν πως είχε μαζί της. Δεν άργησε να υποψιαστεί πως τα κορίτσια έκαναν κάτι πίσω από την πλάτη της.

Με αυτά και με εκείνα και επειδή η Μέλανι δεν ήθελε άλλο να λέει ψέματα στη μαμά της, παραδέχτηκε πως εκείνη και η Μιράντα δούλευαν σε καφετέρια μετά το σχολείο. Πάνω που ήταν έτοιμη να παραπονεθεί και να τις μαλώσει που κούραζαν τους εαυτούς τους, η Μιράντα επενέβη.

"Κυρία Σκάι, έχετε κουραστεί πολύ παραπάνω από εμάς για περισσότερα χρόνια να μας συντηρήσετε και βοηθήσετε να πάμε σχολείο. Εάν υπάρχει κάποια που θα έπρεπε να κάνει στην άκρη και να μην δουλεύει, αυτή είστε εσείς."

Επιστρέφοντας ξανά στα προβληματικά, η Μιράντα πέρα από το ότι φαινόταν πως δεν κοιμόταν, αποκαλούσε την Σκάι με το όνομα της. Μετά τη δολοφονία του ζεύγους ΝτεΡόουζ την αποκαλούσε κυρία Σκάι και μετά τον σχεδόν φόνο της από το αυτοκίνητο και την θαυματουργή σωτηρία της άρχισε να την αποκαλεί μαμά.

Τώρα είχε επιστρέψει στο να την προσφωνεί κυρία Σκάι. Και την έλεγε έτσι με έναν μάλλον πιο ψυχρό και απότομο τρόπο από ότι συνήθως. Κυρίως προς τις 2 τελευταίες βδομάδες του μήνα. Και όλα αυτά συνέβαιναν επί ένα μήνα.

Από τη μέρα της άφιξης του αυξημένου λογαριασμού. Και η Μιράντα συνέχιζε να χάνει τον ύπνο της και οι Γκρέι συνέχιζαν να ανησυχούν για εκείνη. Μα δεν την ενδιέφερε η κούραση την μαυρομάλλα. Την ανεχόταν και συνέχιζε να μετράει αντίστροφα.

"Ένας μήνας ακόμα." Σκέφτηκε καθώς πλησίαζε προς το μαύρο αυτοκίνητο σταματημένο αρκετά τετραγωνικά μέτρα παραπάνω από το σπίτι της, μια μάλλον ζέστη νύχτα πρώτη εβδομάδα του Απρίλη.

~

Το τηλεφώνημα τον βρήκε στην άγρια νύχτα. Ξύπνησε νευριασμένος βρίζοντας Θεούς και δαίμονες καθώς έπιανε το κινητό του από το κομοδίνο και πως για το καλό όποιου τον καλούσε να ήταν ΠΟΛΎ επείγον. Η αγριεμένη διάθεση του έφυγε βλέποντας πως ο αριθμός που τον καλούσε ήταν άγνωστος. Απάντησε στην κλήση και έβαλε τη συσκευή στο αυτί.

"Ποιος;" Ρώτησε.

Όποιος κι αν ήταν στην άλλη γραμμή, δεν μίλησε αμέσως. Δευτερόλεπτα αργότερα καθάρισε ελαφρώς τον λαιμό του.

Γεια σου Άλμπερτ Νιξ

Μία βραχνή φωνή ακούστηκε.

"Έχεις ιδέα τι ώρα είναι;!" Ρώτησε ο αστυνόμος.

Φυσικά, έχω ώρα. Είναι τέσσερις και οκτώ λεπτά το πρωί

Ήταν προφανής ο σαρκασμός.

"Τι θες από εμένα και ποιος είσαι;"

Η ταυτότητα μου δεν σε αφορά

"Πας να μου το παίξεις μυστηριώδης τώρα;" Ο Νιξ ήταν έτοιμος να κλείσει το κινητό του.

Δεν θα το έκλεινα στη θέση σου Νιξ
Ειδικά όταν πρόκειται να σου πουν πράγματα που αφορούν την ασφάλεια του παιδιού σου

Προς στιγμήν ο Νιξ απόμεινε κάγκελο. Ξανάφερε το ακουστικό στο αυτί του.

"Τι ακριβώς εννοείς; Απειλείς τη ζωή του Ντάριους;" Από την άλλη γραμμή ακούστηκε τρανταχτό γέλιο.

Εγώ;
Όχι όχι όχι
Δεν απειλεί κάνεις τον γιο σου συγκεκριμένα
Αλλά αφορά την ασφάλεια κι άλλων, πολλών ανθρώπων της ηλικίας του

"Τι έχεις να μου πεις;"

Θα σου αφήσω μια πληροφορία

Ο Νιξ περίμενε καθώς ο άλλος έκανε παύση.

Στο σχολείο που πηγαίνει ο γιος σου κρύβονται δύο κατάσκοποι
Ο ένας είναι πρώην μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης του Πάουκεβ
Όσο για τον άλλο
Λοιπόν
Οι υποψίες σου για ελεύθερες Σκιές στο Ντένβερ αληθεύουν

Ευτυχώς που το κινητό του Νιξ ξέφυγε από το χέρι του, αλλιώς θα το έσφιγγε σαν άδειο κουτάκι χυμού. Προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του το ξανάπιασε και το έφερε στο αυτί του.

"Τι;" Ρώτησε ήρεμα, αλλά με σκοτεινή και αγριεμένη έκφραση.

Ψάχνεις για έναν ενήλικο άντρα γύρω στα 40
Και ψάχνεις για μία νεαρή κορασίδα που παριστάνει την δεκαοχτάχρονη μαθήτρια
Είναι μεταμφιεσμένοι και οι δύο
Και βρίσκονται στο Ανατολικό του Ντένβερ
Αν και μάλλον θα σε ενδιαφέρει περισσότερο το κορίτσι τώρα που το σκέφτομαι
Δράσε γρήγορα και δράσε σιωπηλά Νιξ
Άμα καταλάβει ότι την κυνηγάς θα σου φύγει και θα ξαναγυρίσει στο σκοτάδι
Ποιος ξέρει τι μπορεί να κάνει αυτή η Σκιά άμα παραμείνει κρυμμένη και ελεύθερη;
Θες να συμβεί ό,τι και με τον Ναρκίσκο αλλά πιθανώς με θανατηφόρες συνέπειες;

Η κλήση τερματίστηκε και ο Νιξ έμεινε να κοιτάζει την οθόνη με ανέκφραστα μάτια και σαγόνι που έτρεμε. Άφησε το κινητό στο κομοδίνο αλλά συνέχισε να το κοιτάει. Ένα θρόισμα από το άνοιγμα της πόρτας τον έκανε να κοιτάξει προς τα εκεί. Τίποτα. Μα τότε αναστέναξε.

"Ντάριους." Κάλεσε. Για πολλά δευτερόλεπτα πάλι τίποτα. Και μετά δειλά-δειλά το κεφάλι του νεότερου Νιξ έκανε εμφάνιση στο άνοιγμα της πόρτας.

"Μπαμπά..." Είπε αδύναμα.

"Κρυφακούς;" Ρώτησε ο αστυνόμος που κοίταζε προς τα μπρος χωρίς να γυρίσει να ξανακοιτάξει πίσω του.

"Δεν ήθελα να... Δεν άκουσα πολλά..." Παύση. "... Όλα εντάξει; Ποιος έπαιρνε τηλέφωνο τέτοια ώρα;"

"Προσπάθησε να μου κάνει χαζή φάρσα ο Κίλιεν. Λοιπόν δεν πρόκειται να του φανεί σαν φάρσα το τι θα τον περιμένει το πρωί που μου χάλασε τον ύπνο." Είπε ξερά ο Νιξ. "Έλα εδώ." Ξαναμίλησε τότε, κάπως απότομα. Άκουσε τα βήματα του Ντάριους να τον πλησιάζουν, ώσπου εκείνος στεκόταν δίπλα του. "Κάθισε." Ο νεαρός υπάκουσε και περίμενε τον μπαμπά του να αρχίσει να μιλάει. "... Παρατηρείς να συμβαίνει κάτι παράξενο τελευταία στο... σχολείο σου;" Ρώτησε. Ο Ντάριους τον κοίταξε ερωτηματικά.

"Σαν τι παράξενο δηλαδή;"

"Οτιδήποτε. Πώς είναι γενικά η κατάσταση εκεί;" Ρώτησε πάλι ο Άλμπερτ.

"Μετράει... το ότι σχεδόν όλοι οι συμμαθητές συζητάνε ασταμάτητα για την ανακάλυψη και έκρηξη του αρχηγείου των Σκιών;"

"Χμμμ..." Έκανε ο Άλμπερτ σφίγγοντας το σαγόνι του. "Κάτι άλλο;" Ο Ντάριους το σκέφτηκε.

"Δεν μου έρχεται κάτι άλλο. Η κατάσταση είναι λίγο φορτισμένη μετά την έκρηξη, αλλά όλα πάνε ομαλά. Εξάλλου μπαίνει στη μέση και ο χορός των αποφοίτων και ο πυρετός προετοιμασιών ανεβαίνει όσο κοντεύει η μέρα." Είπε ο Ντάριους.

Και παρότι ήταν αρκετά σκοτεινά γύρισε να κοιτάξει μακριά από τον μπαμπά του όπως το γλυκύτατο του προσωπάκι ανέβαζε θερμοκρασία καθώς ονειρευόταν και φανταζόταν τον εαυτό του με τη Μιράντα στον χορό. Αχ μακάρι να δεχόταν να πάνε μαζί!

Από την άλλη δεν έλεγε τίποτα γύρω από τον μπαμπά του. Κορίτσια; Σχέσεις; Εκείνος ήταν εξαιρετικά καχύποπτος με όλα αυτά και πολλές φορές προσπαθούσε να ψαρέψει τον Ντάριους για να δει άμα έχει ενδιαφέρον για κάποιο κορίτσι.

Αλίμονο άμα καταλάβαινε το παραμικρό, δεν θα άφηνε το άτομο ενδιαφέροντος του γιου του σε χλωρό κλαρί μετά. Ποια είναι; Ποιοι είναι οι γονείς της; Από που κρατάει η σκούφια της; Είναι έξυπνη και δεν ζητάει απλώς λεφτά και στάτους με το να επιχειρήσει σχέση με το γιο του;

Ήταν συνεχώς καχύποπτος με τα θηλυκά ο Άλμπερτ Νιξ, κυρίως για την πίστη τους. Και με την μαμά του Ντάριους... ακόμη κι αν εκείνη δεν του έδωσε ποτέ αληθινή αφορμή να είναι έτσι. Εκείνη, φωτεινός και πρόσχαρος άνθρωπος ήταν υπομονετική με τις καχυποψίες του.

"Γιατί να θέλω κι άλλον άντρα στη ζωή μου όταν έχω ήδη εσένα και το αγγελούδι μας καλέ μου;"

Σκούρα καστανά μαλλιά που χύνονταν σαν καταρράκτης λίγο πιο πάνω από τους γοφούς της και μύριζαν συχνά τριαντάφυλλο και ρόδι. Πράσινα μάτια σαν φύλλα λεύκας. Γάργαρο εύθυμο γέλιο. Σώμα λεπτεπίλεπτο και βελούδινο με αγκαλιά απαλή σαν βαμβάκι.

Τέτοιες αισθήσεις θυμόταν ο Ντάριους σαν η Εσμεράλδα τον κρατούσε κοντά της. Αστυνομικός και εκείνη του Ντένβερ, στο οποίο είχε ζήσει πολλά περισσότερα χρόνια από όσα στην Παμπλόνα.

Παρά το αθώο όμορφο παρουσιαστικό της που προσέλκυε πολλά αρσενικά, σε ό,τι αφορούσε τη δουλειά της δεν της έλειπε δυναμισμός, ευγλωττία και γρήγορη σκέψη. Ήταν εξαιρετικά ικανή σε ό,τι της αναθέτονταν να κάνει.

"Να μας έβλεπες από μια γωνία Ντάριους, εμένα και τον πατέρα σου. Δεν με συμπαθούσε καθόλουουου! Ήταν ήδη αρχηγός της αστυνομίας του Ντένβερ, έκανα την αρχή μου σαν νέο εντασσόμενο μέλος και πολλοί από τις πρώτες μέρες προσελκύονταν σε εμένα. Έλεγε πως παρατράβαγα προσοχή και έκανα τους άντρες να χάνουν τη συγκέντρωση τους. Φυσικά και δεν το έλεγε για κάτι τέτοια, απλώς κάθε τρεις και λίγο ο ανιχνευτής καπνού ενεργοποιούνταν από τους καπνούς που έβγαζαν τα αυτιά του επειδή έβλεπε άλλα αγοράκια εκτός από εκείνον κοντά μου. Του πήρε και δύο χρόνια μέχρι να μου ζητήσει τελικά ραντεβού και να σπάσει την στάση του βλοσυρού και στωικού αρχηγού της αστυνομίας."

"Εσμεράλδα, τι κάθεσαι και του λες;!" Μούγκρισε εκνευρισμένος ο Άλμπερτ.

"Ρώτησε το λουκουμάκι μας πως γνωρίστηκαν και κατέληξαν μαζί οι γονείς του και τι να έκανα, αλήθειες του λέω." Τότε ο Ντάριους ήταν μπόμπιρας τεσσάρων χρόνων, μα ακόμη κι από τέτοια ηλικία θυμόταν λόγια της μαμάς του.

Είχε αυτόν τον ιδιαίτερο και παραστατικό της τρόπο που τον έκανε να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Ολοζώντανα θυμόταν την ζεστασιά της αγκαλιάς της και ότι συχνά την άκουγε να μουρμουρίζει ή τραγουδάει χαμηλόφωνα το αγαπημένο της τραγούδι.

Με αυτό ξύπναγε τα περισσότερα πρωινά του, αυτό άκουγε τις περισσότερες φορές που απλώς τον κρατούσε στην αγκαλιά της και κάθονταν σε μια βολική ησυχία και με αυτό νανουρίζονταν πριν πέσει για ύπνο. Βοηθούσε ακόμη να τον αποκοιμίσει ξανά όταν ξύπναγε από εφιάλτες.

Ύστερα, 12 χρόνων τότε, εκείνη άρχισε να σβήνει και καταρρέει. Μα δεν κατάλαβε ποτέ τίποτα, ούτε και ο μπαμπάς, παρά μόνο πολύ κοντά στο τέλος της, πράγμα που εκείνη δεν ήθελε να συμβεί. Μα έμαθε την πικρή αλήθεια πρώτος ο Άλμπερτ επειδή απλώς ήταν τόσο ζηλιάρης.

Έβγαινε συχνά έξω όταν ήταν εκτός υπηρεσίας η Εσμεράλδα και ό,τι και να έλεγε, ο μπαμπάς του Ντάριους την υποψιαζόταν πως βλέπει κάποιον άλλο. Κατά ένα τρόπο είχε δίκιο, αλλά για λόγους εντελώς διαφορετικούς από αυτούς που νόμιζε...

Δεν άντεξε στο τέλος και την πήρε κρυφά στο κατόπι μια μέρα. Κατέληξαν στο νοσοκομείο. Κρυφάκουσε τα πρώτα δευτερόλεπτα συζήτησης μεταξύ εκείνης και του γιατρού έτσι όπως ήταν στο γραφείο του, μα ύστερα μπούκαρε απότομα μέσα, κοιτώντας την με τρόμο και απελπισία.

"Γιατί μου το έκρυβες;!"

Καρκίνος εξαιρετικά επιθετικός και ταχύτατα επεκτατικός. Είχε μολύνει τα 2/3 των οργάνων της σε μόλις δύο μήνες. Με το ζόρι έκρυβε την κατάσταση της.

Έπαιρνε ισχυρά χάπια για τον πόνο και φορούσε μέικαπ για να μην φαίνεται η χλωμάδα και καταπόνηση της. Η θεραπεία ήταν μακρόχρονη και τρομερά δύσκολη και είχε καθυστερήσει να τη ξεκινήσει λόγω του ότι δεν είχε κάνει διάγνωση από πιο νωρίς.

Η δε χειρουργική επέμβαση είχε σχεδόν μηδαμινές πιθανότητες επιβίωσης, ακόμη κι αν αντιμετωπίζονταν ο καρκίνος νωρίς. Της έμενε το πολύ ενάμιση μήνας ζωής πριν το αναπόφευκτο κι αν ο καρκίνος ήταν αρκετά γενναιόδωρος μαζί της.

Μέχρι τότε η Εσμεράλδα τον πέρασε κοντά στην οικογένεια της. Πονούσε μα μιλούσε στον Ντάριους ψύχραιμα και εύθυμα, προσπαθούσε να τον παρηγορήσει και τον οπλίσει με κουράγιο για ένα μέλλον χωρίς εκείνη.

Προς το τέλος λίγο αυτή η προσπάθεια κατέρρευσε. Η ασθένεια την χτύπησε πιο σκληρά από πριν, ακριβώς έναν μήνα μετά την τελευταία της επίσκεψη στον γιατρό που της υπολόγισε πόσος χρόνος της έμενε το πολύ.

Όπως είχε πάει ο νεαρός Ντάριους στο υπνοδωμάτιο των γονιών του για να δει άμα ήταν έτοιμη για την βόλτα που θα έκαναν σαν οικογένεια, την βρήκε να βήχει αγριεμένα, ξερνώντας πίδακες αίματος. Την μετέφεραν στο νοσοκομείο όπου και δύο ώρες αργότερα πέρασε στον άλλο κόσμο. Έτσι απλά.

Ο θάνατος της Εσμεράλδας είχε δώσει στον Ντάριους τρομερό πόνο και εσωτερική οδύνη, αλλά και την ικανότητα να γνωρίζει και καταλαβαίνει το τι σημαίνει για κάποιον να χάνει γονέα από μικρή ηλικία. Πάνω απ' όλα, είχε αυξημένη ενσυναίσθηση.

Εφόσον ήξερε πόσο αβάστακτος ήταν αυτός ο πόνος της απώλειας, για αυτό και έδειχνε καλοσύνη για όλους από την αρχή. Εξ' ου και γιατί μπορούσε να καταλάβει καλύτερα το εσωτερικό ψυχικό ζόρι που περνούσε και το δίδυμο Μ κι ας μην το έδειχναν τις περισσότερες φορές πως τις πονούσε η απώλεια και το διαχειρίζονταν αλλιώς.

"Μας λείπεις μαμά. Ειδικά του μπαμπά..." Κράτησε την φωτογραφία της που τον είχε στην αγκαλιά της, την πίεσε ελαφρά στο στήθος του και εξέπνευσε. Είχε επιστρέψει εδώ και αρκετά λεπτά στο δωμάτιο του. Έκλαιγε, περισσότερο στην κηδεία της. Λογικό δεν ήταν; Για την μαμά του λέμε. Μα θυμόταν πόσο πιο άσχημα το είχε πάρει ο μπαμπάς.

Με τον θάνατο της έμεινε ψύχραιμος. Στην κηδεία της το ίδιο. Μα με το πέρας της, έσπασε. Ποτέ ξανά δεν τον είχε ακούσει ο Ντάριους να κλαίει σαν μικρό παιδί, κρυφά όπως νόμιζε τότε που είχε μπει στο υπνοδωμάτιο του για να ξεσπάσει.

Τον άκουσε καθισμένος με την πλάτη στον τοίχο. Χαμηλόφωνα έβριζε και καταριόταν τον εαυτό του, κυρίως για το ότι ήταν συνεχώς τόσο καχύποπτος μαζί της που δεν μπόρεσε να απολαύσει τη ζωή μαζί της στο μέγιστο.

Ενίοτε καταριόταν και εκείνη που δεν του είπε, που δεν τον άφησε να τη βοηθήσει και στηρίξει... Ύστερα έγινε πιο απόμακρος προς τον Ντάριους. Συνήθως τον προσέγγιζε μόνο για να μάθει για τις επιδόσεις του στα μαθήματα, σχολικά και εξωσχολικά.

Δεν τον παίνευε, μόνο τον χτύπαγε ελαφρά στον ώμο και του έλεγε να συνεχίσει έτσι. Δεν τον προσέβαλλε ή του έβαζε τις φωνές, έδειχνε την δυσαρέσκεια του με σμιγμένα φρύδια και του έλεγε να προσπαθήσει περισσότερο και καλύτερα.

Ο Ντάριους δεν θα μπορούσε ποτέ να παραπονεθεί πως δεχόταν κακοποίηση. Παραμέληση; Ίσως. Η επικοινωνία με τον μπαμπά ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Όσο ζούσε η μαμά ήταν πιο 'παρών'.

Οπότε και το να τον ακούσει να ρωτάει για το αν συμβαίνει κάτι άλλο στο σχολείο εκτός από μαθήματα του προκάλεσε αρκετή έκπληξη. Από την άλλη πάντως, δεν ήταν πλέον μικρό χαριτωμένο παιδάκι-

https://www.youtube.com/watch?v=GvXbEO5Kbgc

Μικρό παιδί. Είχε πατήσει τα 18, ήταν άντρας και αργά ή γρήγορα θα έπαιρνε τη ζωή του στα δικά του χέρια. Δικαιολογούσε μέσα του πως ο μπαμπάς τον προετοίμαζε με τον δικό του τρόπο και τον συνήθιζε στα δύσκολα και απαιτητικά για να μην τα βρίσκει σκούρα για το παραμικρό στο μέλλον.

Δικαιολογούσε, μα ήξερε επίσης ούτως ή άλλως πως η δουλειά του ήταν εξαιρετικά σημαντική και χιλιάδες στήριζαν σε εκείνον την ασφάλεια τους, πώς να βρει χρόνο να ασχοληθεί με τον γιο του ως μόνος γονέας;

Μέχρι τη μέρα που σταμάτησε να βρίσκεται σε κατ' οίκον εκπαίδευση, νταντάδες ερχόντουσαν και κάλυπταν το κενό. Παρατηρούσαν και έδιναν αναφορά για τα μαθήματα του στον Άλμπερτ.

Και αφότου ξεκίνησε το σχολείο ο Ντάριους, ο σοφέρ που τον πήγαινε εκεί, μία μόνιμη νταντά που ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού και ένας δάσκαλος πολεμικών τεχνών και αυτοάμυνας έγιναν το μοναδικό 'προσωπικό'.

Ευτυχώς που ο μπαμπάς δεν του έφερε αντίρρηση όταν του ζήτησε να πάει σε κανονικό σχολείο. Εξάλλου το χρειαζόταν, έπρεπε να συναναστρέφεται και γνωρίζει περισσότερο κόσμο αφού είχε εμπνευστεί και ήθελε να γίνει αστυνομικός σαν τους γονείς του.

Η μαμά του είχε δείξει και εξηγήσει τι σήμαινε να είναι κανείς δίκαιος και καλός αστυνομικός. Η γενναιότητα και υπομονή της ακόμη προς το τέλος της ζωής της με την αρρώστια ήταν παράδειγμα προς μίμηση για αυτόν. Ο μπαμπάς τον προετοίμαζε για την ευθύνη που είχε το επάγγελμα.

Και έτσι εκείνος προσπαθούσε και μάθαινε και έκανε όλα εκείνα που θα διατηρούσαν το υψηλό επίπεδο και φήμη της οικογένειας του για να μην δυσκολέψει ακόμα περισσότερο τον μπαμπά του. Δεν τον αμφισβητούσε...

Ένα πράγμα όμως σχετικά με εκείνον τον μπέρδευε και δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό του. Θυμόταν από εκείνη τη μέρα μετά την κηδεία της μαμάς. Μεταξύ των θρήνων του, προς το τέλος αυτών, έλεγε και κάτι για... λάθη παρελθόντος;

Πώς δεν θα επέτρεπε στις συνέπειες να εμφανιστούν πάλι και τον δαγκώσουν για δεύτερη φορά; Και τα έλεγε με περισσότερη οργή παρά θλίψη. Τι εννοούσε τότε; Μακάρι να μπορούσε να τον ρωτήσει, ακουγόταν εξαιρετικά σημαντικό. Το ένστικτο του όμως έλεγε πως θα έπεφτε σε τοίχο.

Ο Ντάριους αναστέναξε και άφησε την φωτογραφία που κρατούσε στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι.

3780 λέξεις. ρωξάνη; μεγάλο χαριτωμένο παιδάκι; ζεις; και βασιλεύεις; μπράβο, φάε πιτόγυρο *πιάνω τα μαγουλάκια σου :3*

είδαμε και κάποιες λεπτομέρειες για το πως είναι η οικογενειακή κατάσταση του ντάριους και πως αυτό το εύθυμο και καλοσυνάτο αγόρι τα περνάει στο σπίτι του όταν δεν δείχνει στον έξω κόσμο τον φωτεινό και πρόσχαρο 'τέλειο' εαυτό του

η συνέχεια στο επόμενο επεισόδιο-κεφάλαιο «Συναισθήματα; Τι είναι αυτά;» :>

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen2U.Pro